Είπα μόνο πως πρόκειται για ένα πάρκο.
Και μοιράστηκαν σε φωτοτυπίες δύο κατόψεις του. Η μια, με τη στάθμη πάνω από τις φυλλωσιές των δέντρων, και η άλλη, κάτω από αυτές.
Και ενώ προσπαθούσα να κάνω μια ανάλυση-παρουσίαση περί «σχεδίων & αναγνώσεων» βλέπω πως κάποιοι/ες/x, αυθόρμητα, να έχουν πιάσει τα χρωματιστά μολύβια και τους μαρκαδόρους και να σχεδιάζουν στην φωτοτυπία.
Κάπως έτσι σχεδιάζοντας επάνω στο επίπεδο της κάτοψης άρχισε το παιχνίδι. Άρχισαν να αναγνωρίζουν, να ερμηνεύουν και να «κατοικούν» με τον δικό τους τρόπο τις κατόψεις. Ενώ, προέκυπταν ερωτήσεις:
«Και αυτές οι γραμμές είναι ισοϋψείς; Αυτό είναι νερό; Οκ, αυτά είναι δέντρα. Και τι σχήματα είναι αυτά; Δεν καταλαβαίνω. Και αυτή η γραμμή; Είναι δρόμος; Μα τι είναι τούτο; Δεν βγαίνει νόημα. Και, σίγουρα αυτό είναι ένα πάρκο; Μήπως αυτός ο αρχιτέκτονας είναι τρελός;».
Μέχρι που επ-ανα-σχεδιάζοντας άρχισαν να προκύπτουν νέες κατόψεις, νέα πάρκα και μάλιστα πάρκα απρόσμενα όμορφα.
Έτσι όταν μετά από ώρα παρουσιάστηκαν οι φωτογραφίες του έργου του Μιράγες «το πάρκο των χρωμάτων», καθώς και εκείνου του χρωματιστού σκίτσου του διαγωνισμού και της αντίστοιχης μακέτας του Ενρίκε, όλα έμοιαζαν πιο φυσικά.

Και τότε άρχισαν τα:
«Αααα, ώστε αυτό ήταν σιντριβάνι». «Και οι ισοϋψείς! Αμάν, αυτές νόμιζα πως ήταν ολόκληρη ρεματιά, όχι μικρά σκαλάκια». «Έλα ρε». «Τελικά δεν έχει τόσα δέντρα». «Και αυτά είναι φωτιστικά;». «Πως σκίαστρα;».
Και όσο προχωρούσαν οι φωτογραφίες της παρουσίασης και οι γραμμές των σχεδίων αντιστοιχούσαν πια στις χαράξεις του πάρκου τόσο μεγάλωνε ο ενθουσιασμός.
Ενθουσιασμός γιατί αυτό που αρχικά αποτελούσε ένα ακατανόητο πλέγμα γραμμών είχε γίνει, για καθέναν/μια/x, πιο οικείο, λογικό και κατανοητό μέσα από τα δικά τους σχέδια, τις δικές τους διερευνήσεις.
Και κυρίως, όλα αυτά είχαν προκύψει αυθόρμητα.
Με βάση το ένστικτο, τις ανάγκες ενός πάρκου και όχι κάποιας προκατασκευασμένης εικόνας. Η αμεσότητα της τυχαιότητας, η ελευθερία επιλογών μακριά από αιτιοκρατίες και κάποιο έλεγχο μεταξύ φόρμας και λειτουργικότητας έδωσαν χώρο στο παιχνίδι και κυρίως στην αξία κάθε ερμηνείας, την αξία να προσεγγίζεις τον κόσμο με «τον δικό σου τρόπο».
Έμειναν και στην άκρη όλα εκείνα, τα μάλλον βαρετά, που είχα προετοιμάσει να πω:
«Για το ότι επιχειρήσαμε την ερμηνεία και την κατανόηση ενός έργου τέχνης (εδώ αρχιτεκτονικής) από την διαδικασία του σχεδιασμού του και όχι από την τελική-κτισμένη του μορφή.
Ή πως, πιο απλά, αυτή τη φορά ξεκινήσαμε από τα σχέδια και όχι από τις εικόνες ενός έργου.
Και πως με αυτή την προσπάθεια «από το ανάποδο» πραγματοποιήσαμε μια άσκηση «ανάγνωσης των σχεδίων».
Ή πως κάπως έτσι μπορεί ή θα μπορούσε το κτιστό περιβάλλον να «αναγνωστεί» από τα [πιθανά] σχέδια από τα οποία έχει προκύψει.»
Ήταν πιο φυσικό να μιλήσουμε για ότι προέκυψε.
Αυτά τα καινούργια πάρκα, «τα δικά τους» πάρκα. Και, πως τα δικά τους γραφιστικά παιχνίδια στο «πλάνο» της κάτοψης είχαν αποκαλύψει άλλα πράγματα και σημασίες γύρω από το «σχεδιάζω ένα πάρκο».
Και, εν τέλει, τι σημαίνει τελικά το «επ-ανα-σχεδιάζω» ή το «ξανα-σχεδιάζω» [redraw (EN), redibujar (ES)]; Τι παραπάνω προσδίδει το πρόθεμα «ξανά», εκείνο το «επ-ανα», το «πάλι»; Καθώς γράφω για εκείνο το τόσο συγκινητικοσημαντικό μάθημα και εκείνα τα πάρκα προέκυψαν διάφορες κατηγορίες γύρω από το «επ-ανα-σχεδιάζω»:
Γιατί σίγουρα «επ-ανα-σχεδιάζω» καθώς περνώ/με ώρες και ώρες δουλεύοντας ένα σχέδιο. Και, ποιός/ά/x δεν έχει δει τα αρχεία του να πολλαπλασιάζονται καθώς τροποποιεί ένα πρότζεκ;
Φυσικά σχεδιάζω ξανά κάτι που προφανώς έχει ήδη χαραχθεί ή έχει ήδη θεωρηθεί τελειωμένο, έχει μπει στο συρτάρι, στο κάδρο, στο φάκελο, στην πολεοδομία, έχει σταλθεί στο μέιλ, με το wetransfer κτλ.
Αλλά και οι χαράξεις σε ένα οικόπεδο είναι και αυτές ένας «επ-ανα-σχεδιασμός». «Ένα κομμάτι γης» επ-ανα-σχεδιάζεται καθώς είναι το «υπόβαθρο», η «βάση», ο «τόπος», το «φόντο» νέων παρεμβάσεων.
Ίσως και αυτά τα «αντι-στρές» βιβλία ζωγραφικής αν και δεν αφήνουν στο σχεδιαστή κάποια βούληση ανήκουν σε αυτή την κατηγορία των επανασχεδιασμών.
Θυμήθηκα, φυσικά, κι εκείνους τους εκπληκτικούς επ-ανα-σχεδιασμούς του Uriel Seguí στην έκθεση με τίτλο «Οριοθετώντας το άμορφο [Bordeando lo informal]» ή όπως το έγραψε «κυνηγώντας όρια, χωρίς σταματημό». Εκεί έφτιαχνε δηλαδή με τις γραμμές του τα όρια των κηλίδων. Όπως γινόταν σε εκείνο το παιχνίδι της φαντασίας που κάναμε ιδίως μικροί καθώς με τη φαντασία «ακολουθούσαμε» τα περιγράμματα των ψηφίδων στο μωσαϊκό, τα πλακάκια ή στις επιφάνειες των ξύλων κτλ.

Τέλος θυμήθηκα πώς είχα νιώσει όταν άκουσα για πρώτη φορά εκείνο το ρήμα «επ-ανα-σχεδιάζω» [redraw (EN), redibujar (ES)].
Στην αρχή νόμιζα πως δεν ακούω καλά:
-«Πως»;
-«Re…»
-«Τι;»
-«Τι “ρε” και μαλακίες λένε.»
-«Γαμώ τις ξένες γλώσσες.»
-«Τι; Νέες λέξεις-νοήματα;»
-«Ωχ, πάμε πάλι..»
Αφιερωμένο σε όσους/ες/x συμμετείχαν.
https://criticalnotebooks.tumblr.com/
Μάθημα “Θεωρία και κριτική της τέχνης και της Αρχιτεκτονικής ΙΙ” Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΔΠΘ, 2018. Στα πλαίσια του προγράμματος απόκτηση ακαδημαϊκής εμπειρίας σε νέους διδάκτορες.