Για το τραύμα, βιβλιοκριτική


andr_exof-1fin-low-1-gif-correctoΣυνήθως οι κριτικές για το βιβλίο ενός φίλου κυμαίνονται από  τυπικές έως διθυραμβικές ή κάτι τέτοιο. Ωστόσο αν περιέχουν κάτι από προσωπικές πληροφορίες-κουτσομπολιό ή τολμήσουν να γράψουν, να παραδεχθούν ή να χαρτογραφήσουν κάτι από τις αδυναμίες του βιβλίου μπορεί να τραβήξουν κάπως την προσοχή ή να εξασφαλίσουν ένα «παράθυρο» στα πως της συγγραφής του. Κι έτσι, το κείμενο για ένα βιβλίο μπορεί να χρησιμεύσει, σε όσους στα κρυφά ή στα φανερά σκαρώνουμε στιχάκια, παραγράφους ή θα θέλαμε να γράψουμε κάτι μεγαλύτερο, γράφοντας για το «Πώς γράφτηκε;».

Πώς γράφτηκε το βιβλίο «Το ελληνικό τραύμα»;  «Σπασμωδικά» θα μπορούσε να πει κάποιος, «με βάση παλιότερα άρθρα». «Σε όλη τη μεταπολίτευση» θα απαντούσε ένας άλλος. «Μη λέτε ότι θέλετε, αυτό είναι ένα κολάζ» φώναξε μια κοπέλα. «Μα καλά δεν βλέπετε;» Αναφώνησε μια μεσόκοπη κυρία με κρητική προφορά, «ο άνθρωπος γράφει από τον καημό του».

Δηλώνεται ήδη από τον τίτλο αλλά είναι πάντα τόσο δύσκολο να το παραδεχθεί κανείς, ή να αρχίσει να υποψιάζεται το τραύμα, την πληγή που ώθησε τη συγγραφή αυτών των κειμένων. Γιατρεύει η γραφή καθώς προσπαθεί να ξεδιπλώσει τον πόνο, να δικαιολογήσει τη φυγή, να μιλήσει για την έλλειψη; Ο συγγραφέας το δίχως άλλο προσπαθεί να πάρει θέση. Ψάχνει να αντικρίσει άλλες παλιότερες να συγκρίνει, να επαληθεύσει, να αναιρέσει, να αξιολογήσει, να παραδεχθεί αδυναμίες, ενοχές, να διαπιστώσει αν έχει ξεστρατίσει.

Κάτι που έχουν σχεδόν αναγκαστικά τα τραύματα είναι πως προέκυψαν από ατύχημα, δεν ήταν σχεδιασμένα. Και αυτό το αναπάντεχο, το πάθημα είναι που προσπαθεί με κάποιο τρόπο να γίνει μάθημα. Τα βιβλία και τα έργα προκύπτουν συνήθως από τα πάθη, εδώ από ένα τραύμα, ωστόσο κάπως σχεδιάζονται. Είναι μάλιστα συνήθεια οι δημιουργοί να κρύβουν τα προσχέδια των έργων τους. Αν τυχόν όμως ο συγγραφέας δεν φοβηθεί και μοιραστεί κάποιο από αυτά τα πρώτα «ριζόχαρτα» ή τα πρώτα αρχεία τότε μπορούμε να μιλήσουμε παραπάνω για το «παίδεμα» του συγγραφέα ή αλλιώς για  το πάθος που κρύβεται πίσω από τις χαράξεις των λέξεων και των «γραμμών» του.ex2

Κάπου εκεί σε ένα από τα προ-σχέδια του «τραύματος» έπαθα ένα μικρό σοκ όταν αποκαλύφθηκε πως το λυρικό ύφος, το ύφος της γραφής του Α.Α., αυτό που τόσο αγαπώ, δεν ήταν έτσι από πάντα ή δεν ήταν έτσι στα προσχέδια του βιβλίου. Έτσι στην αρχή αντί για τη συναισθηματική γραφή που τόσο με είχε συγκινήσει υπήρχε μια σειρά από στατιστικές, ποσοστά και νούμερα. «Ποιος ήταν αυτός ο συγγραφέας; Στα πλαίσια μιας έκδοσης είχε «φορέσει» και αυτός τα καλά του;». Στη συνέχεια μάλλον με κάποια ευκολία για αυτόν αλλά για εμάς, τους Άλλους, τόση δυσκολία κάποιες στατιστικές και οι ιστορικές αναλύσεις εξαφανίστηκαν ενώ πολλές παντρεύτηκαν με έναν λόγο λυρικό. Το σίγουρο είχε ληφθεί η απόφαση να μιλήσει ακόμα και για τα αυτονόητα, για αυτά που καμιά φορά δεν τολμούμε να ομολογήσουμε, κάνοντας το βιβλίο σε πολλά σημεία να «ψιθυρίζει» στον αναγνώστη: «Με βλέπεις, προσπαθώ να μην φοβάμαι. Μη φοβάσαι και εσύ».

Οι ατομικοσυλλογικές πτυχές που αποκαλύπτονται στο βιβλίο αυτές που καλείται ο αναγνώστης να παραδεχθεί ευτυχώς δεν έχουν να κάνουν με τον «καθρέφτη» του κάθε Ράμφου ή με άλλες ηθικοπλαστικές προσεγγίσεις του στυλ «φορτώνω ενοχές» κριτικές ή την κριτική τάση που χαρακτηριστικά ονομάζει «στη χώρα του χωσέ».

Είναι δύσκολο μα μάλλον εξαιρετικά πετυχημένο πως μέσα από μια διαδικασία κυκλώνει ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας, πως συμφιλιώνει και παρουσιάζει το ατομικό αδιαίρετο του συλλογικού και αντίστροφα, πως ψαχουλεύει την ψυχοσύνθεσης μας για να μας ξεκαθαρίσει ακόμα και εκείνα τα κομματάκια που πονάνε. Έτσι διαβάζοντας  σιγά σιγά χωρίς να το καταλάβω, παράγραφο παράγραφο, σταδιακά βρέθηκα να παραδέχομαι μια σειρά από γεγονότα, αλλά και να νιώθω καλά για πράγματα που είχα νιώσει παλιότερα αλλά δεν είχα τολμήσει να πω. Κάπου δηλαδή ένιωσα πως «ρε τότε δεν ήμουν τρελή, τα ένιωθαν και άλλοι, τα ζούσαν και άλλοι αυτά που μου συνέβαιναν». Μένει βέβαια εκείνο το παράπονο, η απορία «γιατί τότε δεν μιλήσαμε;» Έρχονται, λοιπόν,  οι λέξεις να ερμηνεύσουν πως η σιωπή, οι φωνές που χάθηκαν έγιναν τραύμα και αν θέλετε να επιβεβαιώσουν εκείνα τα προφητικά λόγια του Καστοριάδη, ήδη από τις αρχές του 80,  για τον αφανισμό των χαρακτηριστικών της ελληνικής ψυχοσύνθεσης.

Υπάρχει ωστόσο ένα κομμάτι του βιβλίο για το οποίο δεν είναι εύκολο να μιλήσει κάποιος. Για αυτό το κομμάτι θα ήθελα να δανειστώ λίγες από τις λέξεις του Μπλαντσοτ, του Μπαρτ ή του Βαλερύ και να μιλήσουν αυτοί που ξέρουν παραπάνω για το ύφος της γραφής του. Για αυτή τη γραφή που επικαλείται την απουσία του συναισθήματος και την ίδια στιγμή το καλεί-προσκαλεί. Που δεν φοβάται να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο, που είναι τόσο αξιοζήλευτη σε πολλά σημεία, κατά βάση γιατί δεν φοβάται, δεν φοβάται να αποκαλύψει τις αδυναμίες της. Αυτή που σε γεμίζει με ένα «ναι ρε φίλε», με αρκετά «νιώθω», μέχρι την ανάγκη για «αθώωση». Για εκείνη τη σειρά αναλύσεων που ψάχνει τις κατάλληλες λέξεις όχι με βάση την ορθή λογική και τα ρασιοναλιστικά επιχειρήματα για να μιλήσει για μια πιθανή συσχέτιση με εκείνο το κομμάτι που χάσαμε. Εξάλλου υπάρχει ανάμεσα στις σελίδες και αυτή η φοβερή υπόθεση, που χρησιμοποιεί ο Α.Α. -θα λέγαμε σαν επικούριος υλιστής- πως «Η λογική ξεκινά από τον έρωτα» αλλά και πως στον ίδιο τον έρωτα ζητείται η επούλωση του τραύματος.

Στην εμπειρία ενός ακραίου συμβάντος, όπως αυτό του έρωτα. Εκεί αρχίζει η λογική, υποστηρίζει. Μοιάζει έτσι και το τραύμα με ένα συμβάν που αναγκαστικά μετατοπίζει, αποκαλύπτει ένα όριο που αν το σπάσεις παύεις να είσαι εσύ, που σε αποσπά από το δικό σου κόσμο, μια πρόσκληση στη γέννηση κάτι καινούργιου, που κάνει τον κόσμο Φαινόμενο, που τον αποκαλύπτει. Το τραύμα ίσως ακριβώς επειδή πια δεν μπορούμε να το αρνηθούμε αποκαλύπτει, ανοίγει, είναι «Σαν μια ρωγμή για να μπει το φως».

Και έτσι σε αυτή τη θεωρία περί τραύματος – έρωτα, μοιάζει όταν τα δάκρυα του «έρωτα», εκείνα τα «μάτια», οι οπές που ξαφνικά αναβλύζουν δάκρυα, εκείνο το σώμα που ανοίγει, όταν οι ζεστές σταγόνες κυλούν καθώς αντικρίζουν το τραύμα τους, την μεγάλη τους απώλεια να έχουμε/έχει περάσει στην άλλη πλευρά, προς την αποδοχή και ίσως τη θεραπεία. Και θα ήταν η θεραπεία πιο πετυχημένη και το βιβλίο ακόμα πιο πετυχημένο αν ήμασταν έτοιμοι για περαιτέρω ρήξεις, ρίσκα ή παίρναμε κάτι από την τόλμη του να αντικρίσουμε τα τραύματα και να ανοιχτούμε σε εκείνο το πέλαγος, στην άκρη της θάλασσας με το οποίο έτσι παράδοξα τελειώνει το βιβλίο εκεί που δεν ξέρεις αν είσαι ναυαγός, προς τα που να γύρεις, «ποια έπιπλα να πάρεις μαζί σου;» και τι αξία έχουν και τα έπιπλα εδώ που τα λέμε;

Μοιάζουν εκείνα τα έπιπλα περισσότερο με σχεδίες, σε μια ασυνάρτητη διαλυμένη σουρεαλιστική εικόνα, όπου το ταξίδι έχει πια ξεκινήσει και όπου δεν χρειάζονται πλέον τόσες δικαιολογίες για να παραδεχθεί κανείς πόσο πληγωθήκαμε, πόσο πληγωμένοι είμαστε ή πόσο μακρυά μπορούμε να φτάσουμε.

Και ex-1αν κάθε κριτική που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να περιέχει μια επίκριση, ένα αρνητικό σχόλιο, τότε θα λέγαμε πως το βιβλίο αποκαλύπτει πως ναι, υπάρχει ανάγκη για περισσότερη, ακόμα πιο επεξεργασμένη, συναισθηματική γραφή.

Το νέο βιβλίο του Αντώνη Ανδρουλιδάκη με τίτλο «ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΥΜΑ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νησίδες».

Εξώφυλλο & βιβλιοκριτική ανθόκοσμος


Leave a Reply

%d bloggers like this: