a Time Travel


ένα ταξίδι στο χρόνοREUNION_KHPOS 22

Το παρακάτω ποστ έχει να κάνει με το χρόνο και το πέρασμα του χρόνου ή πιο σωστά, επειδή αυτό το μπλογκ ασχολείται με τις εικόνες, είναι ένα ποστ όπου κατά κάποιο τρόπο εικόνες από το παρελθόν, ξεχασμένες ή μη, συναντήθηκαν με αυτές του παρόντος.

Ωστόσο η φράση «συνάντηση εικόνων του παρελθόντος και του παρόντος» θέλει να περιγράψει κάτι πολύ πιο απλό: τη συνάντηση μιας ομάδας συμφοιτητών, γνωστή και ως ριγιούνιον, μετά από περίπου 10 χρόνια από την αποφοίτησή τους ή πιο σωστά 16 χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση στην πόλη της Ξάνθης.

Η Ξάνθη είναι μια απομακρυσμένη πόλη κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία και την Τουρκία ή αλλιώς μια μικρή γραφική πόλη με μουσουλμανικό πληθυσμό μόλις 4.00 ώρες από την Κωνσταντινούπολη. Εκεί λοιπόν βρεθήκαμε περίπου 10 άτομα και ένα γράμμα (Ιορδάνης, Κατερίνα, Κώστας, Χρήστος, Δημήτρης, Δημήτρης, Βάνα, Ελένη, Νίκος και ο άλλος Χρήστος) την πρώτη μέρα του Αυγούστου.

Η εκδοχή της ιστορίας γράφεται κατά βάση για όσους δεν κατάφεραν να βρεθούν σε αυτό το συναπάντημα και φυσικά για λόγους συγγραφικής ματαιοδοξίας. Η ιστορία είναι το δίχως άλλο υποκειμενική και δεν είναι παρά ένα συγγραφικό κατασκεύασμα για αυτό όσοι γνωρίζεται κάτι παραπάνω ή διαφωνείτε με την εκδοχή της ιστορίας μπορείτε στα σχόλια να εμπλουτίσετε το κείμενο με τις δικές σας εκδοχές.

Όσοι πάλι δεν τους γνωρίζετε την ιστορία και τους πρωταγωνιστές της σίγουρα θα έχετε βρεθεί σε κάποια αντίστοιχη περίσταση όπου εικόνες και άτομα που για μια μεγάλη χρονική περίοδο αποτέλεσαν τον κόσμο σας συναντήθηκαν για λίγο με αυτά του παρόντος σας σε ένα, κατά κάποιο τρόπο υποχρεωτικό/και παράξενο, déjà vu.

Το κείμενο ξεκινά με μια γραμμική ροή, ακολουθώντας τη διάρκεια των τεσσάρων ημερών του ταξιδιού, ωστόσο σύντομα ξεστρατίζει επικεντρώνεται στους πρωταγωνιστές του θίγοντας παράλληλα ποικίλα θέματα όπως την ελληνική κρίση, τη μετανάστευση, την αρχιτεκτονική σχολή, την ενηλικίωση και γενικά το χρόνο, την κατακερμάτιση του και φυσικά τις εικόνες.

Επειδή αυτό το κείμενο θα βγει απελπιστικά μακρύ αλλά δεν θα είχε κανένα νόημα αν δεν σκιαγραφούσαμε κάτι από τις μεγάλες προσωπικότητες που συναντήθηκαν σε αυτό το ταξίδι-συνάντηση, το τι έκαναν ή κάνουν στη ζωή τους οι αναγνώστες θα υποστείτε ένα μικρό αλλά ίσως πικάντικο βασανιστήριο. Μπορεί ωστόσο να διαβαστεί αποσπασματικά, χωρίς σειρά ανάλογα την περιέργεια σας.

Το ταξίδι ξεκίνησε ουσιαστικά με την ΚατΨε το άτομο που ουσιαστικά οργάνωσε το ρεγιούνιον, στο σταθμό των τρένων της Αθήνας. Η μετάβαση με τρένο είχε να κάνει με τη διάθεση να θυμηθούμε εκείνα τα ταξίδια με τρένο που κάναμε παλιά με το γνωστό ιντερσίτι βέβαια προφανώς αυτό το ταξίδι τίποτα δεν είχε να κάνει με εκείνα τα ταξίδια ή αλλιώς αυτό ίσως να ήταν το πρώτο σημάδι πως τίποτα δεν είναι το ίδιο.

Σε μια συνέντευξη του ένας διάσημος έλληνας συγγραφέας που ζει στο Παρίσι επιθυμούσε η Αθήνα να έχει έναν σιδηροδρομικό σταθμό όπως άλλες πόλεις της Ευρώπης και έγραφε για αυτόν τον φανταστικό σταθμό. Φυσικά τόσο οι δικές μας αναμνήσεις από τα ταξίδια με το τρένο όσο και ο φανταστικός σταθμός του συγγραφέα ήταν πολύ μακριά από τον πραγματικό σταθμό. Αν κάποιος θα ήθελε  να διαπιστώσει κάτι για τις όψεις και την πολυπλοκότητα της κρίσης στην Ελλάδα δεν έχει παρά να περάσει μια βόλτα από τη μοναδική  σε αριθμό και φυσικά σε είδος πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού της Αθήνας, να μπει σε ένα βαγόνι και να ταξιδέψει προς το βορρά.

Σε αυτή τη μετάβαση από την πλατφόρμα στο βαγόνι και με το βαγόνι προς το βορρά μπορεί να αναρωτηθεί και να πάρει πολλές απαντήσεις για σημαντικά ερωτήματα που διατυπώνονται τελευταία όπως  πόσο Ευρώπη είμαστε; Ευρώπη ή ανατολή; Ποια είναι η ταυτότητα της Ευρώπης; Πού πάει η Ευρώπη; Η Ευρώπη ανοίγει τις πόρτες της; τις κλείνει; Τι είναι η ζωή ο θάνατος και άλλα υπαρξιακά.

voreia1-thumb-large

Δεν ξέρω για την Κατ. Ψε για εμένα αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα βρήκαν πολύ εύκολα απάντηση την τελευταία Παρασκευή του Ιουλίου κατά τις 10.00 το πρωί σε αυτή τη μετάβαση. Αρκούσε να κοιτάξει κάποιος καμία 30-40 σύριους πρόσφυγες που περίμεναν,  μάλλον από το βράδυ, το τρένο για το βορρά και την Ευρώπη, τους ουκ ολίγους ταξιδευτές  Ασιάτες, λίγους βορειοευρωπαίους, κάποιες σπανιόλες και φυσικά ένα μεγάλο γκρουπ από φαντάρους, κάποιους σκόρπιους φοιτητές, συνταξιούχους και άλλους ανένταχτους. Σε αυτό το ταξίδι όλοι εμείς, οι κάθε καρυδιάς καρύδι, δεν το ξέραμε αλλά, μας έμελλε να περάσουμε μαζί κάποιες πραγματικά από τις πιο καυτές ώρες της ζωής μας όταν η θερμοκρασία μέσα στα βαγόνια έφτασε στους 40 κάτι βαθμούς Κελσίου μια και το σύστημα κλιματισμού δεν μπορούσε να αποδώσει και τα παραθυράκια έφερναν μέσα μόνο καυτό αέρα. Βέβαια ήδη ξοδέψαμε 740 λέξεις χωρίς ούτε μία να αναφέρεται στην περίφημη συνάντηση, αλλά ήταν αδύνατο να μην αναφέρουμε το πρώτο συναπάντημα μεταξύ των εικόνων του παρελθόντος και του παρόντος.

Ο σταθμός της Θεσσαλονίκης πρέπει να είναι ο ίδιος τα τελευταία 60-70 ή και παραπάνω χρόνια οπότε η απόβαση των προσφύγων στη συμπρωτεύουσα και η αλλαγή τρένου για το ταξίδι στις Σέρρες, την 1η στάση, η βροχή που ακολούθησε τους 40 βαθμούς με έκανε να αναπολήσω εκείνα τα κειμενάκια που διαβάζαμε μικρές με την αδερφή μου. Σε αυτές τις αποβάθρες κολλημένες ή παρατημένες στο χρόνο, ότι θέλετε, άρχισαν να παρελάζουν εικόνες από τις κλασσικές περιπέτειες εκείνου του Περικλή στα «μυστικά του βάλτου» και τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) στα μυθιστορηματάκια από κάτι θεσσαλονικιώτικες αγροτικές εκδόσεις  με  πρωταγωνιστές “τα παιδιά που έβλεπαν τα τρένα να περνούν“.

Ένα τέτοιο παιδί ίσως να είναι και ο ΧρηΣταμ τα τελευταία χρόνια εγκατεστημένος στη Γερμανία. Ο ΧρηΣταμ και όπως πολλοί άλλοι της γενιάς μας βρίσκεται με το ένα πόδι έξω και με το άλλο πίσω, στις Σέρρες και στο χωριό του τη Ζίχνη.

koyti

Μας βρήκε στο σταθμό του τρένου και μας φιλοξένησε στο σπίτι του, που είναι μάλλον περισσότερο μητρικό από πατρικό εξαιτίας της πολυτάλαντης μητέρας του. Εκεί σε ένα κουτί βρήκαμε τις πρώτες εικόνες από τη σχολή και το κοινό μας παρελθόν. Αυτές οι εικόνες βέβαια, χάρη στην υψηλή αναλογική τεχνολογία των φιλμ, ήταν τυπωμένες οπότε τις πήραμε στα χέρια μας, τις ξεφυλλίσαμε και δεν μπορούσαμε παρά να συμφωνήσουμε ότι πριν 16 χρόνια ήμασταν σχεδόν παιδάκια.

Ευτυχώς όσοι έχουν κοπιάσει για το έργο τους και είναι περήφανοι για αυτό και το δείχνουν. Έτσι στο σπίτι του ΧρηΣταμ οι γονείς του, περήφανοι για αυτόν, έχουν κρεμασμένα στους τοίχους τους εικόνες από τη διπλωματική του, από δουλειές του αλλά και από σχέδια που έκανε ο ΧρηΣταμ σε μικρότερη ηλικία όπως κάτι παράξενες αγιογραφίες.

Από το σπίτι φυσικά δεν έλλειπαν οι αγωνίες της ελληνικής οικογένειας για τα παιδιά της, την κρίση, το χωριό που τα τελευταία 5 χρόνια ερήμωσε, τη γη που αλλάζει χέρια (φαντάζομαι καταλαβαίνετε ποιοι την χάνουν και ποιοι την κερδίζουν), βέβαια βρήκαμε και άλλα το λαχανόκηπο δίπλα στο σπίτι, το Θοδωρή τον ανιψιό του ΧρηΣταμ καθώς και το Βασίλη το γιο του  με τη φοβερή Σασα.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα εμφανίστηκαν οι Δημ. Σακ. και Παν. εγκαινιάζοντας την έναρξη της συνάντησης. Οι συζητήσεις για το τι κάνουμε, πού πάμε, τα παιδία υπαρκτά και ανύπαρκτα, τις δουλειές κτλ.  άρχισαν. Για τους γκόμενους δεν είπαμε γιατί υποψιάζομαι όσοι δεν έχουμε παντρευτεί προτιμούμε να το παίζουμε ωραίοι, ανεξάρτητοι και άλλα όνειρα θερινής νυκτός.  Οι συζητήσεις ξεκίνησαν το βράδυ ενώ άναψαν για τα καλά και πήραν εξειδικευμένη αρχιτεκτονική χροιά το πρωινό της επόμενης ημέρας όταν ο 6ος της παρέας, ο διάσημος Σερραίος Νικ. Νικοσόκιν Λξλξ, προστέθηκε στο αυτοκίνητο στο δρόμο για την Ξάνθη.

Έτσι στο δρόμο για την Ξάνθη ο Νικ. Νικοσόκιν Λξλξ, θα λέγαμε το πρόσωπο που βρέθηκε κοντά σε κάποια από τα μεγάλα αρχιτεκτονικά γραφεία της χώρας, πριν η κρίση διαλύσει τον περίφημο τομέα της κατασκευής, ήταν γεμάτος από πικάντικες αρχιτεκτονοϊστορίες.

Οι ιστορίες του Νικ γυρίζουν γύρω από τις εκπληκτικές τρισδιάστατες εικόνες που φτιάχνει και από το ταλαιπωρημένο από τα ξενύχτια των παραδόσεων κορμί του. Τα ξενύχτια του Νικ δεν είναι μόνο επαγγελματικά ή φοιτητικές συνήθειες αλλά μάλλον διαχρονικές, θα μπορούσαμε να τους δώσουμε τον τίτλο «για να μην πεθάνει ποτέ η εφηβεία». Οπότε καταλαβαίνεται ότι κάποια στιγμή της νύχτας χάσαμε τον Νικ. Εξαφανίστηκε, λέει, όταν τυχαία συνάντησε το μπασίστα ή τον ντράμερ του συγκροτήματος του που τον παρέσυρε μέχρι αργά το πρωί σε ένα από τα τόσο αυθεντικά κλαμπ της επαρχίας. Κλαμπ με τον ηρωικό τίτλο «MY club», το δικό μου κλαμπ.

Για να επιστρέψουμε στο πίσω κάθισμα, στο δρόμο προς το κέντρο της συνάντησης, οι πικάντικες αρχιτεκτονοϊστορίες του Νικ. Νικοσόκιν Λξλξ  πήραν φωτιά. Στο άναμμα της φωτιάς βοήθησε η Κατ.Ψε, με τους δυο τους να γίνονται σύντομα ένα καταιγιστικό δίδυμο κριτικής της θεωρίας της αρχιτεκτονικής και της αρχιτεκτονικής εφαρμογής. Λίγα χιλιόμετρα ακόμα και θα είχαμε έτοιμο το μανιφέστο του 21ου αιώνα για την αρχιτεκτονική εκπαίδευση και την ανανέωση του κλάδου ή ένα έργο «πώς να γράψεις ένα μανιφέστο για την αρχιτεκτονική βασισμένο στα τραύματα, τα πάθη και μια καλή βιβλιογραφία», αλλά και άλλους τίτλους όπως «στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα», «όταν οι μύθοι πέφτουν», «ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου νέοι αρχιτέκτονες;», «Νίκο, πώς διάολο φτιάχνεις αυτές τις υπέροχες εικόνες; Αλλά γιατί διάολε δεν στέλνεις το πορτφόλιο σου σε κάποιο υπεργραφείο;», «υπάρχει εξέλιξη, ανανέωση κτλ.», «τι πιστεύεται ότι λείπει από την αρχιτεκτονική κουλτούρα στον Ελλαδικό χώρο;» εντάξει, φαντάζομαι θα έχετε καταλάβει ήδη αρκετές πτυχές της συζήτησης.

Η Κατ. που μόλις πριν δυο μήνες υπερασπίστηκε στην ιβηρική τη διατριβή της για την παιδαγωγία στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση μετά από τόσο διάβασμα και γράψιμο την τελευταία σχεδόν εφταετία δεν ήθελε και πολύ για να αρχίσει τις αναλύσεις. Οπότε αναγκαστικά έφερε στη συζήτηση πολλά από το κριτικό της πνεύμα και από το κείμενο της, ένα κείμενο σπάνιο για τον κλάδο όπου κατόρθωσε να συλλέξει και να αναλύσει το παιδαγωγικό πλαίσιο της παιδαγωγικής δράσης στην εκπαίδευση και τη μάθηση των αρχιτεκτονικών πρότζεκτ. Για συνθέσεις μιλάμε ακόμα εν Ελλάδι, αλλά είναι που έχουμε φάει στη μάπα 3 μνημόνια, έχει σταματήσει το μπάζωμα της χώρας και τα λεφτά, οπότε ποιος ασχολείται με την εξέλιξη και τον εμπλουτισμό της ετυμολογίας του σχεδιασμού στον κλάδο. Αλλά θα μου πεις αν δεν το κάνουμε εμείς ποιοι θα το κάνουν και πριν αντιδράσετε σκεφτείτε μη τυχόν η μια έννοια έχει μεγαλύτερο εύρος από την άλλη ή μήπως είναι λιγότερο συγκεκριμένη, αλλά πάλι ξεφύγαμε από το θέμα μας.

Οι συζητήσεις περί σχολής ενισχύθηκαν στο φαγητό όπου αυτή τη φορά με η ΚατΨε βρήκε άλλο ταίρι τον Ι. και όπου εκτός του ότι το φαγητό δεν ήταν το καλύτερο βορειοελλαδίτικο φαγητό αποκαλύφθηκαν διάφορα για τη σχολή, την εκπαίδευση, τον κλάδο κτλ. Αλλά θα επανέλθουμε στο θέμα αργότερα.

Τον Ι. τον συναντήσαμε στην κεντρική πλατεία, στο ρολόι μαζί με την Ελένη και όλοι μαζί κάναμε μια βόλτα προς το ποτάμι μέσω παζαριού. Η πόλη είχε και έχει ακόμα, από ότι είδαμε, ένα εκπληκτικό παζάρι με τρόφιμα και ρούχα, χρυσωρυχείο για εργασίες πολεοδομικοανθρωπολογικών αναλύσεων. Ομολογώ από τη μικρή βόλτα που κάναμε ότι το παζάρι έχει εξελιχθεί. Είχε όμορφα πράγματα, ή όπως είπε η ΚατΨε μήπως κάποτε εκείνα τα χρόνια των Ολυμπιάδων ήμασταν υπερβολικά σνομπ για να ψωνίζουμε ρούχα από το παζάρι; Βέβαια σήμερα σε μια χώρα που έχουν έρθει τα πάνω κάτω ή που πιο σωστά τα πάνω κάτω έρχονται, όλες οι αξίες αναθεωρούνται το παζάρι έμοιαζε με όαση. Θυμήθηκα πάντως πως τον τελευταίο χρόνο, ίσως και πιο πριν, στην Ξάνθη πήγαινα τα Σάββατα στο παζάρι με τον ΚωΜπου γιατί ήξερα ότι θα μου λείψει αυτή η κοσμοσυνάντηση και η μείξη πληθυσμών, οι αγρότες  από τα πομακοχώρια, τα ζαρζαβατικά με τα πλουμιστά μπλουζάκια. Όπως τώρα μου λείπουν οι ισπανικές αγορές και οι βόλτες με το συγκάτοικο. Όπως, από ότι φαίνεται, πάντα κάτι θα μου λείπει και έτσι περνούν οι μέρες και τα χρόνια στο Τέξας. Ωστόσο αυτή η έλλειψη εκτός από ψυχολογικές προεκτάσεις ίσως αξίζει ανάλυσης, που μάλλον έχει να κάνει γενικά με τις εμπειρίες στις αγορές τα σαββατιάτικα πρωινά και πιθανότατα τίποτα με αυτό το κείμενο.

COLAGE KIPOS2

Στο ποτάμι, σε ένα καφέ αναβαθμισμένο σε βαθμό που έμοιαζε με όνειρο η ομάδα συμπληρώθηκε με τη Βανα με τον ΧρηΕυθ και τον ΚωΜπου όλοι τους εμφανώς ανανεωμένοι.  Για τη Βάνα, τι να γράψει κανείς, τα είπε όλα η κόρη της 2 μηνών που δεν την άφηνε λεπτό, γιατί φυσικά η μικρή ξέρει. Η Βάνα που λέει ότι το δεύτερο παιδί είναι αστεία υπόθεση, μας έστειλε δηλαδή για τσάι, τα τελευταία χρόνια βρίσκεται και πάλι στο βορρά, μετά την Αθήνα, μισή ώρα από την Ξάνθη, όπου όπως έχετε καταλάβει έχει δυο παιδιά, μάλλον ένα σύζυγο και ένα γραφείο που από ότι φαίνεται πάει μια χαρά αφού δεν μασάει ούτε από γέννες ούτε από κρίση.

Στο καφεδάκι προστέθηκε και ο Τριγώνης, ένα παιδί από τη μουσική ομάδα της «γέφυρας». Γενικά δηλαδή μαζευτήκαμε τα φαντασματάκια του παρελθόντος και μετά το καφέ, πριν τη μάσα, αποφασίσαμε να κάνουμε μια επίσκεψη στη σχολή.

Η επίσκεψη στη σχολή περιλαμβάνει την επιστροφή στο χώρο-πηγή των αναμνήσεων και μια διάρρηξη, διότι Σάββατο, 1η Αυγούστου κανείς δεν δούλευε.  Ωστόσο μια και το χώρο τον κάνουν οι άνθρωποι η επίσκεψη δεν περιλαμβάνει μόνο τους κτιριακούς όγκους, αλλά τους κατοίκους του κτιρίου (που μάλλον ήταν για μπάνια) και ένα γράμμα. Αν όλοι είχαμε μια κάποια εξέλιξη, κάποιοι είχαν  θεαματική εξέλιξη. Έτσι ένας από αυτούς τους κατάφερε να αλλάξει, να κάνει ένα άλμα, σε ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο ζωής  μια και δεν μπορούσε να παραστεί, έστειλε ένα γράμμα. Για να μην τα πολυλογούμε το γράμμα ήταν από τον Π.Τζαν. που  ανάμεσα στη vida activa και τη vida contemplativa, διάλεξε τη δεύτερη. Με όρους ιδεολογικούς θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτραβήχτηκε από τον κόσμο του  καπιταλισμού για μια ζωή έξω από τις αγορές και την εξαντικειμενοποίηση του υποκειμένου, με φυσικοφιλοσοφικούς όρους θα λέγαμε ότι διάλεξε να ασχοληθεί με το σύμπαν και τις δυνάμεις του και με όρους θεολογικούς θα λέγαμε απλά ότι αποτραβήχτηκε από την κοσμική ζωή.

sxoli back

Όπως καταλαβαίνεται από τα όνειρα και τις υποθέσεις που κάναμε το 2004 για το μέλλον μας, το 2015 πιθανότατα δεν έχει μείνει ούτε δείγμα αστρικής σκόνης οπότε τίποτα δεν είναι τόσο παράξενο. Το γράμμα έλεγε με συντομία την εξέλιξη του Πι.Τζαν και βέβαια το πιο σοβαρό ήταν ότι δεν είχε ξεχάσει το ριγιούνιον και πως με κάποιον τρόπο ήθελε να είναι εκεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το ρεγιούνιον είχε οργανωθεί 10 χρόνια πριν κατά βάση από τους Σακ.Κουμ.Στα. σε συνεργασία με τον Π.Τζαν οπότε είναι όμορφο που δεν το ξέχασε.

Αν δεν μεσολαβούσαν οι τύψεις και οι ενοχές που συνηθίζει να σε φορτώνει ο χριστιανισμός και που υπήρχαν κατά τόπους στο γράμμα, το μήνυμα ήταν πολύ συγκινητικό ή πιο σωστά το πιο συγκινητικό ήταν ότι δεν μας είχε ξεχάσει.   Ακούγοντας το γράμμα θυμήθηκα πως ο Π.Τζαν. πάντα βίωνε με έντονο τρόπο ότι του συνέβαινε. Από την περίοδο με τα χρώματα, την επίσκεψη στην Αίγυπτο, μετά την αγάπη στην Τήνο, τις πεζούλες, κάπου πριν την αγάπη για τα φώτα, τις εκδρομές στα δάση τέλος πάντων κάθε φορά κάτι έβρισκε και μας ζάλισε λες και είχε ανακαλύψει τον κόσμο και μετά τρέχαμε από τα δάση, στη Θάσο, το Μυρωδάτο και γενικά όλο κάτι προέκυπτε που το ακολουθούσε με πάθος. Κάπως έτσι μου φάνηκε, και ας είναι αστείο, πως είναι και αυτή η επιλογή, μια ακόμα φάση, άλλος ένας πειραματισμός που φυσικά ο Π.Τζαν. διάλεξε να τον ζήσει στο μάξιμουμ. Οπότε αναλογιζόμενη την προϊστορία του μάλλον η εξέλιξή του δεν θα μπορούσε είναι διαφορετική αφού πάντα κάτι παράξενο εύρισκε και το ακολουθούσε με πάθος.

Το γράμμα το είχε παραδώσει ο Π.Τζαν στον Δημ. Σακ που ανέλαβε και να το διαβάσει.  Και έτσι που ο Δημ.Σακ το διάβαζε σκεφτόμουν ότι δεν έχει πάρει στις πλάτες του μόνο την οικογενειακή επιχείρηση στα χρόνια, που διέλυσαν και συνεχίζουν να διαλύουν τις μικρομεσαίες αλλά και τις μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας αλλά, μου φάνηκε, πως είχε αναλάβει και έδειχνε μια φροντίδα προς ολόκληρο το έτος. Ο Δημ. Σακ πριν φτάσουμε στη σχολή ή κάπου μετά δεν θυμάμαι μας έδειξε και ένα εκπληκτικό μπουζούκι που είχε φτιάξει μόνος του. Γενικά φτιάχνει διάφορες κατασκευές. Η αρτιότητα και η ακρίβεια των ξύλινων κατασκευών του, μαστορέματα, όπως τα λέει, είναι ιαπωνικού επιπέδου ή αλλιώς τα βλέπεις και σου φεύγει η μαγκιά. Αυτό που επίσης με εντυπωσίασε και δεν περίμενα είναι πως η καρδιά του ρεμπέτη ΔημΣακ χτυπά ακόμα, και πως δεν ήταν απλά μια αγάπη των φοιτητικών χρόνων ενώ διακρίθηκαν έντονα ίχνη ρεμπέτη ασυμβίβαστου. Τα μαστορέματα του ΔημΣακ περιλαμβάνουν παράξενα αντικείμενα από ανοιγόμενους τοίχους, ξύλινα αντικείμενα, μέχρι κάτι εκπληκτικές καρέκλες και ένα σωρό άλλα. Εντωμεταξύ προχθές ρώταγα τον Δημ Σακ που θα μπορούσα να αγοράσω καρέκλες και δεν σκέφτηκα να τον ρωτήσω το αυτονόητο: αν οι δικές του καρέκλες πωλούνται, αν έχουν βγει στην παραγωγή πόσο πάει το μαλλί, κτλ. Λοιπόν Δημ. Σακ. «Τι γίνεται με τις καρέκλες σου;»

wraia

Για τη σχολή τι να πω προφανώς οι τοίχοι ήταν στη θέση τους, αλλά οι κάτοικοι είχαν αλλάξει το σίγουρο είναι πως μου φάνηκε πιο βρώμικη και πιο ζωντανή. Αλλά αφού όλοι έλειπαν δεν μπορείτε να με πιστέψετε και να καταλάβετε γιατί μου φάνηκε πιο ζωντανή. Είδαμε πολλές μακέτες, κάποια σχέδια στους τοίχους και κάποια συνθήματα. Μεγάλες καινοτομίες δεν είδαμε εκτός από ένα παράξενο σημάδι που το κρατάω για το τέλος. Και με αυτές τις εικόνες από τη σχολή, τις δικές μας που τις είχαμε θάψει για τα καλά στα συρτάρια των αναμνήσεων πήγαμε για την παραδοσιακή μάσα.

poses wres

Αν όλοι εμείς πραγματοποιήσαμε ένα ταξίδι στο χρόνο ή για εμάς η επιστροφή στην Ξάνθη σηματοδότησε ένα φλας μπακ, ένα κενό σαν να υπήρχαμε και να μην υπήρχαμε, σαν κάποιο άλλο σώμα να υπήρξε εκεί και τριγυρνούσε σε αυτά τα στενάκια, ένας άλλος εαυτός ελάχιστα κύτταρα του οποίου έχουν πια απομείνει, ωστόσο κάποιος άλλος από εμάς, διάλεξε να μη φύγει ποτέ από την Ξάνθη. Έτσι ανάμεσά μας υπήρχε κάποιος που διάλεξε να μείνει εκεί ή εκεί τριγύρω και έστησε τη ζωή του με γνώμονα, αναφορά όπως θέλετε πείτε το τη σχολή ή για την ακρίβεια την αγάπη του για τη σχολή. Ο Ι. ήταν ο σύνδεσμος με το παρελθόν, ο συνδετικός κρίκος και γενικά όλα τα συν καθώς μπορούσε να πιάσει σχεδόν οποιαδήποτε ιστορία από τα παλιά και να σου διηγηθεί την εξέλιξή της, ποιος, πού, πώς, γιατί. Ήξερε παλιά και νέα πρόσωπα. Για την ακρίβεια σχεδόν ξέρει 16 γενιές που έχουν περάσει από αυτή την σχολή όπως έμαθε πολύ καλά σχεδόν με αριστοτεχνικό τρόπο να βρει ένα σοφό τρόπο επιβίωσης στην Ελλάδα των μνημονίων και της κρίσης. Οι σοφοί τρόποι έχουν να κάνουν φυσικά με τα πάθη, την αγάπη για κάτι. Έτσι ο Ι. έκανε την αγάπη του για τις αποκαταστάσεις επάγγελμα και τα τελευταία χρόνια έχει συμμετάσχει σε σημαντικά πρότζεκτ αποκατάστασης σημαντικών μνημείων στην Ελλάδα ενώ ένα εξάμηνο το χρόνο ή και παραπάνω, ανάλογα, καταφέρνει να δίνει τα φώτα, την εμπειρία και κυρίως την αγάπη του στους φοιτητές της σχολής. Και φυσικά όλα αυτά από ότι κατάλαβα με αρκετό κόστος. Δεν έχω πολλά λόγια γιατί πολλές φορές αυτά που αυτά που ένιωσες δεν είναι εύκολο να μοιραστούν αλλά ο Ι. με συγκίνησε, ίσως γιατί δεν περίμενα ποτέ να τον νιώσω τόσο κοντά, δεν ξέρω αν ήταν αυτός πιο ανοικτός ή ήμουν εγώ, αλλά ο Ι. είναι στην καρδιά μου και άντε να τον βγάλεις τώρα. Και ναι, φυσικά, την ζήλεψα τη στάση του. Και τέλος πάντων δεν ξέρω τι με κρατά μακριά αλλά έφυγα από εκεί και ευχαρίστως την επόμενη μέρα έψαχνα για αγγελία να νοικιάσω κανα διαμερισματάκι, να μείνω εκεί πάλι για λίγο.

Στο τραπέζι ο Ι. έσμιξε με την ΚατΨε ή αντιστρόφως και ο δεύτερος γύρος συζητήσεων για την εκπαίδευση στην αρχιτεκτονική άναψε και πάλι. Ένα κοινό υπήρχε και στους δυο η επιθυμία να προσφέρουν εκπαιδευτικές προσεγγίσεις μακριά από αυτές που οι ίδιοι βίωσαν και εκτίμησαν ως όχι τις πλέον επιτυχημένες. Προσωπικά δεν ανήκω σε αυτούς που έχουν παράπονα. Μπορεί να φταίει η επαρχιώτικη καταγωγή και η κουλτούρα που κουβαλώ ή αυτή η πεποίθηση πως δεν έχει νόημα να ζητάς πράγματα από ανθρώπους που δεν μπορούν να στα δώσουν, ωστόσο ότι είναι στατικό πεθαίνει και με αυτή την έννοια ο Ι., η ΚατΨε και πολλοί στο τραπέζι δικαίως απαιτούν περισσότερη ενεργοποίηση, ενημέρωση, εξέλιξη, διεξόδους και σωστά γίνονται ιδιαίτερα κριτικοί με πολλά και πολλούς όταν, αν ισχύει αυτό που ανέφεραν, υπάρχουν εκφωνήσεις θεμάτων που είναι ίδιες τα τελευταία σχεδόν 15 χρόνια. Οπότε τι να πει κανείς, δέχομαι πως πολλοί μπορεί να έχουν μια, κατά κάποιο τρόπο, χαϊντεγκεριανή προσέγγιση για το χρόνο και μια αναφορά σε σταθερά και πάγια στοιχεία ωστόσο με τους μισούς απόφοιτους να φεύγουν από τη χώρα και τους υπόλοιπους να μένουν σε συνθήκες το δίχως άλλο μη ευνοϊκές  και για να σώσω το κείμενο από μια κριτική του τύπου «πως το επίπεδο των σπουδών στην Ελλάδα της κρίσης πέφτει, πως κάποιοι πιστεύουν ότι δεν τρέχει τίποτα ενώ άλλοι ζουν περιμένοντας να πάνε κάπου αλλού, να μάθουν κάτι άλλο για να σωθούν, σαν να μην μπορούμε εμείς να πάμε παραπέρα μόνοι μας, σαν να μην…» θα παραθέσω παραποιημένη μια όμορφη και ίσως άσχετη φράση που συνάντησα. Στη σχολή του Δημόκριτου αυτού του Αβδηρίτη υλιστή που τόσο προκάλεσε την αντεπίθεση των θιασωτών του ιδεαλισμού και του Πλάτωνα η απόλαυση της διδασκαλίας, της εκμάθησης και κατ’ επέκταση της ύπαρξης λίγη κινητικότητα, περιέργεια και διάθεση για το άγνωστο ίσως να είναι η ελάχιστη συμβολή ή η ελάχιστη ύβρη.

Ευτυχώς εκεί στο φαγητό μιλήσαμε και για άλλα θέματα και με άλλους της παρέας όπως την Ελένη. Η Ελένη είναι τα άτομα που πάντα συμπαθούσα αλλά που από συστολή δική μου ή δική της ποτέ οι συζητήσεις δεν πήγαιναν παρά πέρα από τα τυπικά, ωστόσο η συμπάθεια είναι συμπάθεια. Με δειλία ρώτησα την Ελένη με τι ασχολείται. Αυτή η ερώτηση έχει καταντήσει ταμπού στην Ελλάδα με την ανεργία του δεν ξέρω πόσο της εκατό,  αφού ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου απαντήσει ο συνάδελφος. Τέλος πάντων, η Ελένη μόλις πριν ενάμιση χρόνο και, από ότι φαίνεται, μετά από μεγάλη αναμονή δουλεύει πλέον στο δήμο Δράμας. Οπότε άρχισα να φαντάζομαι πόσο τυχεροί θα είναι όσοι πετύχουν την Ελένη στην προσπάθειά τους να συνδιαλλαχτούν με το αποδεκατισμένο ελληνικό κράτος αλλά και πόσο τυχερές οι υπηρεσίες που σε πολλές περιπτώσεις φυτοζωούν.

Στο τραπέζι είχε ήδη αρχίσει να κελαηδά ο ΧρηΕυθ προμηνύοντας τις μεγάλες εξομολογήσεις που θα ερχόντουσαν λίγες ώρες αργότερα και δίνοντας «Θεσσαλονικιώτικες» οδηγίες στον ΔημΠαν για την ανατροφή του γιου του. Ο Δημ. Παν.  που από ότι κατάλαβα μετά την αποφοίτηση δούλεψε σε διάφορα αρχιτεκτονικά γραφεία στην Αθήνα, έφτιαξε κάποια στιγμή το δικό του γραφείο με την αδερφή του και που τελευταία εξειδικεύεται στο σχεδιασμό εσωτερικών χώρων σε καταστήματα, αν θυμάμαι καλά, με ψυγεία μετά τη γέννηση του γιου του έχει επεκτείνει το σχεδιαστικό του πεδίο. Άρχισε να σχεδιάζει κούνιες και σύντομα, από ότι λένε μυστικές πηγές, κάποιο σχέδιο κούνιας θα κυκλοφορήσει από μεγάλη εταιρία επίπλων, οπότε μείνετε συντονισμένοι και σημειώστε πως με τα πάθη πάμε μπροστά.

Ο ΧρηΕυθ, αυτός με τις οδηγίες ανατροφής είναι ο δεύτερος ξενιτεμένος της παρέας. Την ΚατΨε δεν την θεωρώ ξενιτεμένη, γιατί η Ισπανία δεν είναι ξενιτιά είναι το σπίτι μας, όποτε βγαίνει από τη λίστα. Ο ΧρηΕυθ έφυγε με το ξεκίνημα των μνημονίων για την Ολλανδία. Στην αρχή δεν τα βρήκε εύκολα, μάλλον παν δύσκολα, αλλά με επιμονή και σαν μυρμηγκάκι κατάφερε να στήσει τη δική του επιχείρηση σαν freelancer και να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο ΧρηΕυθ, όπως και άλλοι έχει επίσης ένα παράπονο πως δεν κατάφερε να χτίσει κάτι, πως δεν κάνει, λέει, αρχιτεκτονική. Λες και οι διαμορφώσεις, τα έπιπλα και οι εφήμερες κατασκευές που κάνει ο ΧρηΕυθ στο Άμστερνταμ δεν έχουν να κάνουν με χώρους κατοίκησης, τρόπους συνεύρεσης, λες και αυτοί οι χώροι δεν έχουν ανάγκη να είναι ποιοτικοί ή δεν απαιτούν καλές κατασκευαστικές λεπτομέρειες ή λες και τα σχέδια για ουτοπίες δεν είναι αρχιτεκτονικά. Τέλος πάντων μάταιες οι προσπάθειες να τον πείσω, οπότε άρχισα να του λέω πόσο «δυστυχισμένος» είναι εκεί στο Άμστερνταμ αυτή την «απαίσια» πόλη.

Το καλύτερο με τον ΧρηΕυθ είναι πως κάτι το αλκοόλ, κάτι ο καημός και η αγάπη του για είδωλο των αρχιτεκτόνων, κάτι η συγκίνηση και κυρίως κάτι η συναισθηματική του κράση (γιατί τελικά ποτέ δεν γνωρίζεις τον άλλο, αυτά είναι φούμαρα) μίλησαν κάπου μετά τα μεσάνυχτα ή λίγο πριν, δεν θυμάμαι πια. Έτσι ο ΧρηΕυθ άρχισε να λέει «Σας αγαπάω, ρε! Δεν θα ήμουν τίποτα χωρίς εσάς» και παράλληλα, ναι, να κλαίει. Τι να γράψω για αυτή τη μεγάλη σκηνή που επαναλήφθηκε αρκετές φορές; Δεν υπάρχουν λόγια. Θα συνοψίσω τη σκηνή  στο βλέμμα της Ολλανδέζας φίλης του. Καταλαβαίνετε ότι δεν ξέραμε τι να κάνουμε, κανείς δεν περίμενε τέτοια εξομολόγηση οπότε το ρίξαμε στο αστείο και αρχίσαμε να λέμε στην κοπέλα ότι έτσι είναι οι Έλληνες γκόμενοι, δεν μασάνε μία και είναι μεγάλες και ευαίσθητες ψυχές μπας και σώσουμε την κατάσταση.

Ο πολυαγαπημένος ΚωΜπου δεν είπε πολλά κυρίως φαινόταν να μην αντέχει τη συγκίνηση του ΧρηΕυθ ίσως να τη βρήκε υπερβολική, ίσως από την άλλη επειδή τη νοιώθει να μη μπορούσε να τη δεχθεί. Ωστόσο με τον ΚωΜπου έπαθα κάτι αντίστοιχο με αυτά που έπαθε ο ΧρηΕυθ είναι αυτό που παθαίνεις όταν βρίσκεσαι κοντά σε ένα αγαπημένο πρόσωπο, εντάξει δεν έκλαιγα στα μπαρ αλλά ένα δάκρυ στο κτελ καβάλας κύλησε και με το παραπάνω. Ο ΚωΜπου δεν μίλησε για τα επαγγελματικά, ούτε για τα αρώματα που φτιάχνει και τα εκπληκτικά κείμενα που γράφει και διαβάζουν χιλιάδες, αλλά κάποια στιγμή εκεί το βράδυ έριξε τη συζήτηση στα ερωτικά. Έθιξε μια παράξενη, ίσως βέβαια όχι και τόσο παράξενη περίπτωση, ανθρώπων που έχουν λέει την ικανότητα να μαγεύουν να δείχνουν ερωτευμένοι, ενώ δεν είναι. Τώρα όλο αυτό μάλλον δεν σας φαίνεται παράξενο, αλλά όταν είναι η πρώτη φορά που το ακούς να το λέει κάποιος που ποτέ δεν έκανε παρόμοιες δηλώσεις, ε τότε κάτι είναι. Φυσικά όλα αυτά τα γράφουμε για κουτσομπολίστικους λόγους και φυσικά για να σχολιαστεί πως καθένας έχει/χρειάζεται το δικό του χρόνο, έχει τις δικές του ευαίσθητες πτυχές, που μάλλον τις κρύβει καλά και χρειάζεσαι και μια δεκαετία για να τις καταλάβεις και πάει λέγοντας και ίσως κάπου εδώ να ταίριαζε και ένα σχόλιο για την εκπαίδευση που πολλές φορές κατηγοριοποιεί, για να μην πω τσουβαλιάζει, τους εκπαιδευόμενους σαν να ήταν όλοι ίδιοι. Ίσως εδώ η ΚατΨε να μπορούσε να μας προτείνει και ανάλογη βιβλιογραφία.

Κάπου σε κάποιο μπαρ βρήκαμε και κάποιους παλιούς γνωστούς Ξανθιώτες που το έχουν γυρίσει στη γιόγκα, τις καλλιέργειες και την υγιεινή ζωή και κάτι παιδιά που είχαμε γνωρίσει στη Μαδρίτη, την αγαπημένη Άριαν με τον αγαπημένο της Ρομάν, τον Πέτρο (έναν εκπληκτικό ανερχόμενο συγγραφέα) και άλλους που δεν θυμάμαι, ενώ κατάφερα να μιλήσω και με την Ελένη Τ. Γενικά απίστευτο συναπάντημα.

Φυσικά αφού σχολίασα όλο τον κόσμο κάπου θα πρέπει να γράψω και για εμένα, για λόγους δήθεν δικαιοσύνης. Εμένα μπορώ να πω πως μου είχε λείψει η Ξάνθη, οι βόλτες στα σοκάκια της. Επίσης κατάλαβα ότι θα μπορούσα να ζω άνετα εκεί, αλλά αυτό το έγραψα και παραπάνω. Επίσης αυτή τη δήλωση την έχω κάνει και για άλλες πόλεις οπότε ίσως να εισερχόμαστε σε κάποιο θέμα ψυχοπαθολογίας. Γενικά πολλές  σκέψεις προέκυψαν σε αυτή την επίσκεψη, εκτός του που πάω, τι κάνω, δεν πάω καλά και άλλα τέτοια. Η ζωή είναι γεμάτη αποχωρισμούς, σαν αυτόν που μας συνέβη πριν περίπου 10 χρόνια. Καθένας τον αντιμετώπισε με το δικό του τρόπο, άλλος το πήρε πιο βαριά άλλος λιγότερο (αν και η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω πολλούς να το πήραν ελαφρά). Επειδή βέβαια στη ζωή οι αποχωρισμοί, οι χωρισμοί, οι φυγές και οι διαιρέσεις, με πρώτο και τελευταίο το θάνατο είναι συχνοί και σίγουροι σκεφτόμουν πάλι πόσο κρίμα είναι και μάλλον πόσο δύσκολο ή όχι τόσο εύκολο να βρεθούν συνδέσεις μεταξύ της σχολής και της πόλης με τρόπο αυτοί που περνούν από αυτή τη σχολή να μπορούν να βρίσκουν μια συνέχεια ανοικτή μετά τις σπουδές, αφήνοντας στην πόλη τα σημάδια τους. Θα μου πείτε πως τα καλύτερα σημάδια είναι αυτά που δεν φαίνονται για να απαντήσω πως με κάτι τέτοιες φράσεις ξεκινούν όλα και για να σας προετοιμάσω για ένα ακόμα περιστατικό.

red wall

Με την Κατ Ψε ζήσαμε ένα ακόμα μεγάλο déjà vu, ένα πραγματικό ταξίδι στον χρόνο, από αυτά που εσύ γυρίζεις από άλλο πλανήτη και τους βλέπεις όλους γερασμένους και το σπίτι σου να κατοικείται από άλλους που δεν τους γνωρίζεις αλλά που μένουν στο σπίτι σου. Σίγουρα μπορείτε, οπότε προσπαθήστε να καταλάβετε το σοκ όταν κατά τις 6.00 το πρωί μπήκαμε στο σπίτι που μας φιλοξένησαν κάποιες φοιτήτριες από τη σχολή, γνωστές της ΚατΨε, και το σπίτι ήταν το σπίτι που έμενε για πολλά χρόνια η φίλη μας η Έφη! Ότι 6.00 η ώρα ένα πρωί του 2015 θα έβλεπα την εξέλιξη στο χρόνο εκείνου του κόκκινου τοίχου που βάφαμε έναν Οκτώβρη του 2000 με την Ελισάβετ να δίνει οδηγίες βαψίματος, την Έφη να θέλει οπωσδήποτε έναν κόκκινο τοίχο, την Τατιάνα να λέει ότι ο κόκκινος τοίχος θα είχε επιδράσεις στην ερωτική ζωή της Έφης και την ΚατΖαμ να λέει klein mind, με ξεπερνούσε, δηλαδή βρείτε μου κάποιον που να μην πάθαινε. Προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε, αλλά πως να κοιμηθείς; Κοιμήθηκα και τι ηλικία είχα; που ζούσα; Τελικά είχε αλλάξει κάτι τα τελευταία 15 χρόνια; και όλα αυτά που μου έχουν συμβεί τα τελευταία 10 χρόνια τι ήταν, όνειρο;

Κάποια στιγμή μετά τις δέκα, με την ΚατΨε να μην έχει κλείσει μάτι, δήθεν από τη ζέστη, βγάλαμε βιαστικά και στείλαμε κάποιες φωτογραφίες στην Έφη, πιο πολύ για να της τη σπάσουμε που ήταν καλοκαίρι εκείνη ήταν μακριά και έπρεπε να κάθεται να γράφει, αφήσαμε ένα σημείωμα στις κοπέλες και πήγαμε για μπουγάτσα με ροδοπάκι. Δεν θυμάμαι τι λέγαμε, αλλά τι να πεις; Μάλλον μασούσαμε την μπουγάτσα για να κρατήσουμε κάτι από εκείνες τις γεύσεις και κάναμε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Αυτό το ποστ που γράφω μαζοχιστικά ανάμεσα σε μπάνια, μετακομίσεις, αναγνώσεις και υπαρξιακές αναζητήσεις τους τελευταίους δυο μήνες κάπως πρέπει να κλείσει. Εκεί στη σχολή βγάλαμε μια αναμνηστική φωτογραφία. Στη φωτογραφία βρισκόμαστε μπροστά από ένα αυτοσχέδιο περιβολάκι απέναντι από τη σχολή. Θα χρησιμοποιήσουμε όλους του συμβολισμούς της φράσης δηλαδή ότι για φόντο δεν διαλέξαμε το κτίριο της σχολής ή κάποια κατασκευή αλλά τον αγρό και ένα περιβολάκι με ένα σκιάχτρο και έναν φράχτη γεμάτο αντικείμενα φτιαγμένο από κάποιους φοιτητές. Το περιβολάκι αν και αρκετά ναΐφ με τους δημιουργούς του προφανώς να μην πιστεύουν ότι περισσότερη φροντίδα και τόλμη επί των κατασκευαστικών και όχι επί των ζαρζαβατικών θα έδινε άλλη ώθηση στο πρότζεκ τους και θα το συνέδεε περισσότερο με πολλές παρόμοιες τάσεις και προσπάθειες στον κλάδο, τάσεις που το δίχως άλλο πολύ λίγο έχουν να κάνουν με το βασίλειο των σταρ άρκιτεκτς και γενικά το μοντέλο του άρκιτεκτ με αναγεννησιακές ρίζες που βασίλευε ή κατείχε την μονοκρατορία δέκα χρόνια πριν, όταν φύγαμε από εκείνο το κτίριο δίπλα στο περιβολάκι.  Σταματώ εδώ, εντάξει όχι και τόσο απότομα όσο θα ήθελα, αλλά έτσι είναι τα ταξίδια στο χρόνο έρχονται και φεύγουν απροειδοποίητα.

¡Hasta la próxima amigos!

IMG_1314newskiaxtro

Το κείμενο είναι γραμμένο από τον Ανθόκοσμο που τελευταία ζει στις άρες μάρες κουκουνάρες, περνά μάλλον μια βαθιά κρίση των 35 και ονειρεύεται, όπως πολλοί, λαγούς με πετραχήλια.


4 responses to “a Time Travel”

  1. Με συγκίνησε – πολύ – η ειλικρίνεια· η νοσταλγία, αυτή η ματιά της προς τα πίσω αθωότητας, η φωναχτή εξομολόγηση· κυρίως εκείνο το δάκρυ που μπούκωνε τις λέξεις και τις χρωμάτιζε με μια υπο-σαρκάζουσα διάθεση. Και στα άλλα δέκα με ανάλογη διάθεση να τα μοιραστείς μαζί μου-μας!

    • στα επόμενα δέκα, θα αφήσω κάποιον άλλο να γράψει! φιλιά, ευχαριστώ και, όπως πάντα, δεν βρίσκω λόγια.

  2. .., όπως πάντα, δεν βρίσκω τα λόγια. Δεν μιλήσαμε όσο θα θέλαμε ή θα έπρεπε στην Ξάνθη αυτή τη φορά. Μόνο αυτή η εσωτερική βουή, όσοι βρεθήκαμε εκεί, με όποιο τρόπο. Και ξαφνικά…να μαι πάλι εδώ

Leave a Reply

%d bloggers like this: