profane self-criticism


mystras-by-piranessi1-gif

El texto que acompaña estas imágenes pudiera empezar con la tremenda frase de Giorgio Abamben “la profanación de lo improfanable es la tarea  política de la generación que viene”[1]. Sin embargo la siguiente historia se refiere más a un asunto de estética que a un asunto político o, si quiere, en este asunto político de estética se pone sobre la mesa el asunto del proceso y del ritual.  

Το κείμενο για αυτές τις εικόνες θα μπορούσε να ξεκινά με την φοβερή φράση του Τ.Α. «η βεβήλωση του αβεβήλωτου είναι η πολιτική υποχρέωση της γενιάς που έρχεται». Ωστόσο η παρακάτω ιστορία αφορά περισσότερο ένα αισθητικό ζήτημα από ένα πολιτικό ή, αν θέλετε, σε αυτό το πολιτικό ζήτημα αισθητικής φύσης θέτει το θέμα των διαδικασιών και της ιεροτελεστίας.

Gravures of Mystra made of profane interpreters“[Grabados de Mystra hechos de interpretes profanos] fue una serie de imágenes para la interpretación de mystras, un famoso castillo bizantino.

Gravures of Mystra made of profane interpreters“[Γραβούρες του Μυστρά φτιαγμένες από βέβηλους ερμηνευτές] ήταν μια σειρά εικόνων για την ερμηνεία του περίφημου βυζαντινού κάστρου του Μυστρά.

Este título extraño y provocativo acompañaba una serie de imágenes y representaciones conocidas de Mystra que habían sufrido un proceso de profanación. El proceso de profanar lo conocido, lo familiar, lo antiguo y casi sagrado se utilizó con el fin de separarse, desvincularse de las imágenes conocidas del monumento y producir-provocar otras nuevas.

O παράξενος και αρκετά προκλητικός τίτλος συνόδευε μια σειρά γνωστών εικόνων και αναπαραστάσεων της καστροπολιτείας που κατά κάποιο τρόπο είχαν βεβηλωθεί. Η διαδικασία της βεβήλωσης του γνωστού, του οικείου και του μνημειακού χρησιμοποιήθηκε με στόχο τον αποχωρισμό, την αποδέσμευση από τις γνωστές εικόνες του μνημείου και την προσπάθεια να προκληθούν-παραχθούν καινούργιες.

En el texto, que tanto me había marcado cuando lo leí por primera vez, “Elogio de la profanación” Giorgio Agamben presenta el ‘profano’ como aquello que “que habiendo sido sagrado o religioso, es restituido al uso y a la propiedad de los hombres […] Εl pasaje de lo sagrado a lo profano puede, de hecho, darse también a través de un uso (o, más bien, un reúso) completamente incongruente de lo sagrado. Se trata del juego“.  Según él “la profanación implica, en cambio, una neutralización de aquello que profana […] Profanar, aprender de hacer de ellas un nuevo uso, a jugar con ellas[2].  Αsociando lo sagrado en nuestra época con el consumo y el capitalismo concluye que “la profanación de lo improfanable es la tarea  política de la generación que viene“.

Στο κείμενό του, που τόσο με είχε στιγματίσει όταν το πρωτοδιάβασα, «Το Εγκώμιο της Βεβήλωσης» ο Τζιώτζιο Αγάμπεν παρουσιάζει το «βέβηλο»  σαν εκείνο που «υπήρξε ιερό αλλά έχει αποκατασταθεί από τη χρήση και έχει περάσει κατά κάποιο τρόπο στην ιδιοκτησία των ανθρώπων […] Το πέρασμα από το ιερό στο βέβηλο μπορεί, επίσης, να δοθεί μέσα από μια χρήση (πιο σωστά, από επανάχρηση) απόλυτα αταίριαστη από την ιερή. Πρόκειται για το Παιχνίδι».  Και προσθέτει «η βεβήλωση απαιτεί, σε αντάλλαγμα, μια ουδετεροποίηση αυτού που βεβηλώνεται […] βεβηλώνω, [σημαίνει] μαθαίνω να κάνω νέα χρήση, να παίξω με αυτές»[2]. Σχετίζοντας το ιερό στην εποχή μας με τον καταναλωτισμό και τον καπιταλισμό καταλήγει στη φράση «η βεβήλωση του αβεβήλωτου είναι η πολιτική υποχρέωση της γενιάς που έρχεται».

Profanar, cortar, unir y en general modificar las imágenes conocidas (plantas grabados) del castillo se usaron como proceso con el fin de perder las imágenes conocidas y provocar otras nuevas e inesperadas. Sin embargo estas imágenes parece que no vinieron o en otras palabras las imágenes que se produjeron no consiguieron dar una nueva imagen-interpretación de Mystras.  

Οι βεβηλώσεις, το κόψιμο-ράψιμο και γενικότερα η τροποποίηση των γνωστών εικόνων (κατόψεις, γραβούρες του 19ου αιώνα) από το κάστρο του Μυστρά χρησιμοποιήθηκαν σαν διαδικασία με την προσδοκία να χαθούν οι γνωστές εικόνες και να ανακύψουν καινούργιες και απρόσμενες. Αυτές οι εικόνες μάλλον δεν ήρθαν ή αλλιώς οι εικόνες που προέκυψαν δεν έπεισαν τόσο ούτε εμένα ούτε όσους παραβρέθηκαν στην έκθεση ότι μπορούσαν να δώσουν μια νέα ερμηνεία του Μυστρά.

“La profanización se realiza como desritualización y desacralización. En la actualidad desaparecen de manera creciente los espacios y las acciones rituales. El mundo adquiere cada vez más marcados de desnudez y obscenidad”[3].

«H βεβήλωση πραγματοποιείται σαν από-τελετουργία και από-ιεροποίηση. Στις μέρες μας εξαφανίζονται με τρόπο ολοένα και πιο αυξανόμενο οι χώροι και οι διαδικασίες που περιλαμβάνουν τελετουργίες. Ο κόσμος απαιτεί κάθε φορά περισσότερη γύμνια και αισχρότητα»[3].

Una lectura del verano “La agonía del Eros” del Byung-Chul Han y en concreto el texto donde critica las “Profanaciones” de G. Agamben fue el texto que fue capaz de dar una respuesta o de darme cuenta del problema de aquella serie que no consiguió generar una imagen nueva y transmitir algo de la magia del castillo.

Η καλοκαιρινή ανάγνωση του «Η Αγωνία του ‘Ερωτα» του Byung-Chul Han και συγκεκριμένα το κειμενάκι όπου ασκεί κριτική στις «Βεβηλώσεις» του Τ. Αγάμπεν στάθηκε ικανό να δώσει μια απάντηση στο γιατί αυτή η σειρά σχεδίων δεν κατάφερε να μεταφέρει κάτι από τη μαγεία του τόπου-κάστρου.

Todo tiene pinta que durante el proceso de profanar, destrozar, estropear  y manipular las imágenes conocidas  se perdió algo del ritual del dibujar. El proceso donde sucesivas capas de líneas que no buscan representar algo reconocible y existente sino que trazando encontrar entre las líneas y sus recorridos otro sentido, otra configuración de lo “sagrado” no estaba presente. En breve los “intérpretes profanos de Mystra” en el proceso de interpretación que siguieron pocas cosas alcanzaron. O en otras palabras la próxima vez mejor  coger el “lápiz”, el “ratón” y empezar a trazar nuevos territorios.

Όλα δείχνουν πως στην προσπάθεια να βεβηλωθούν οι γνωστές εικόνες, στην διάλυση και το κόψε-ράψε των γνωστών εικόνων χάνεται κάτι από τη το τελετουργικό του σχεδιάζω. Η διαδικασία όπου διαδοχικές  στρώσεις γραμμών δεν ψάχνουν να αναπαραστήσουν ή να μοιάζουν σε κάτι που προϋπάρχει, αλλά που χαράσσονται σε μια προσπάθεια αρχικά ανούσια να βρει ανάμεσα στις γραμμές και τις διαδρομές τους κάποιο νόημα και να παραστήσει το μνημειακό με άλλο τρόπο ουσιαστικά απουσίαζε. Με απλά λόγια «οι βέβηλοι ερμηνευτές του Μυστρά» λίγα πράγματα κατάφεραν μέσα από τη διαδικασία που ακολούθησαν. Ή ακόμα πιο απλά την επόμενη φορά καλύτερα να πιάσουν το «μολύβι», «το ποντίκι» και να χαράξουν καινούργια μονοπάτια.  

text and images:Anthokosmos for the 2# expo Local On, making memories

[1]  Agamben, Giorgio. Profanaciones. Adriana Hidalgo, 2005. p.119

[1] Agamben, Giorgio. Βεβηλώσεις. Άγρα, 2006.

[2]  Agamben, Giorgio. Profanaciones. Adriana Hidalgo, 2005. p.113

[2] Agamben, Giorgio. Βεβηλώσεις. Άγρα, 2006. σελ. 99.

[3]  Byung- Chul, Han. La agonía del Eros. Herder, 2014. P. 52-53

[3] Byung- Chul,Han . La agonía del Eros. Herder, 2014. P. 52-53


2 responses to “profane self-criticism”

Leave a Reply

%d bloggers like this: