PROYECTAR DIBUJANDO: Una aproximación fenomenológica al estado naciente del proyecto. Un estudio entre dos culturas arquitectónicas.


Tesis // Mapadelabilgiografía // Resumen_300_palabras /Resumen_1500palabras // Abstract_300_words //Abstract 1500 words // Cartel Tesis_Oficial //Cartel Tesis No Oficial // Videos // Foto //  Presentación // Croquis Gonzalo Navarrete //.

.

anthokosmos_19/03/2014_etsam_upm

_texto para la defensa de la tesis

_κείμενο για την υπεράσπιση της διατριβής

_tribunal:Pedro Burgaleta Mezo, María José Gómez Ortiez, Juan Luis Moraza Pérez, Irma Arribas Perez,  Roberto Goycoolea Prado

“Pero algo ha cambiado, [desde el momento en que ustedes, los miembros del tribunal, han tenido en sus manos mi tesis, algo ha cambiado para su escritora. Su] lectura ya no es solitaria: piensa en vosotros, los lectores”.[1]  Αλλά κάτι έχει αλλάξει, [από τη στιγμή που εσείς, τα μέλη αυτής της επιτροπής έχετε στα χέρια σας τη διατριβή μου , κάτι έχει αλλάξει για τη συγγραφέα . Η ] Ανάγνωση πια δεν είναι μοναχική: σκέφτεται εσάς, τους αναγνώστες. [1]

“¿Significa que el escrito se ha convertido en instrumento, un cauce de comunicación, un lugar de encuentro?”[2] [como dice Italo Calvino]. ” Μήπως αυτό σημαίνει ότι το κείμενο έχει μετατραπεί στο μέσο, ένα δίαυλο επικοινωνίας , έναν τόπο συνάντησης; “[2] [όπως λέει ο Ίταλο Καλβίνο].

Vamos a dedicar la sesión de hoy a la defensa de esta tesis, a esta ocasión de encuentro entre la autora y sus lectores, ustedes y los miembros de este tribunal. Θα αφιερώσουμε τη σημερινή συνάντηση για την υπεράσπιση της διατριβής αυτής, σε αυτή τη συνάντηση μεταξύ της συγγραφέα και τους αναγνώστες, εσάς, τα μέλη αυτής της επιτροπής.

 

El autor de cualquier tesis la escribe para sí pero sin querer o queriendo tiene en mente un interlocutor o un lector imaginario. Ahora que la escritura se acabó, y los lectores estáis aquí intentaré olvidar que ustedes son un jurado y que (esta es) la defensa de la tesis (que me costó cuatro años de trabajo). Ο συγγραφέας κάθε διατριβής τη γράφει για τον εαυτό του, αλλά είτε το θέλει ή όχι έχει στο νου του ένα φανταστικό αναγνώστη. Τώρα που το γράψιμο τελείωσε, και οι αναγνώστες βρίσκεστε εδώ θα προσπαθήσω να ξεχάσω πως εσείς είστε κριτές και πως αυτή η είναι η υπεράσπιση της διατριβής μου (που μου κόστισε πάνω από τέσσερα χρόνια δουλειάς).

Intentaré olvidar que este discurso [que es según dice el Diccionario] es el punto de apoyo en la toma de decisiones del tribunal y me referiré a ustedes como si fuesen simplemente lectores que por casualidad hallaron mi escrito y me gustaría compartir con ustedes mis reflexiones sobre ello. Θα προσπαθήσω να ξεχάσω πως αυτή η ομιλία [ που οποία σύμφωνα με το Λεξικό ] είναι η βάση για την απόφαση της επιτροπής και θα αναφερθώ σε εσάς σαν να ήσασταν απλοί αναγνώστες που κατά τύχη συναντήσατε το γραπτό μου και θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου γύρω από αυτό.

Sinopsis Σύνοψη

Antes de empezar estas reflexiones haré una pequeña sinopsis del trabajo para facilitar que el público que no lo ha leído, pueda comprender de dónde surge y cómo se planteó. Πριν ξεκινήσω αυτές τις σκέψεις θα κάνω μια σύντομη περίληψη της εργασίας για να διευκολυνθεί και το κοινό που δεν την έχει διαβάσει, με τρόπο ώστε να μπορεί να καταλάβει από που προέκυψε και πως οργανώθηκε. 

El trabajo que se titula, como se puede ver, “proyectar dibujando”, surgió del encuentro con un contexto pedagógico relacionado con el dibujar. Dicho encuentro sucedió en un país extranjero donde al principio por desconocimiento del idioma y por timidez casi no podía hablar y comunicarme. Η εργασία έχει τίτλο, όπως μπορείτε να δείτε , “Προβάλω σχεδιάζοντας”. Προέκυψε από τη συνάντηση με ένα παιδαγωγικό πλαίσιο σχετικό με το σχεδιάζω. Αυτή η συνάντηση συνέβει σε μια ξένη για εμένα χώρα που αρχικά λόγω της άγνοιας της γλώσσας ή από ντροπαλότητα δεν μπορούσα να μιλήσω και να επικοινωνήσω.

En esta experiencia personal de mutismo, donde el lenguaje había cesado por obligación, por falta de oyentes, fue cuando el cuerpo reaccionó con un distinto modo de sentir, un habla otro, generando figuras; las que se organizaban en consonancia con otras, sin propósitos claros, pero con apariencia intencional y en comunicación con otras, como también con otros dibujantes. Σε αυτή την προσωπική «μουγκή» εμπειρία, όπου η γλώσσα είχε σταματήσει από εξαναγκασμό, λόγω έλλειψης ακροατών, ήταν που το σώμα αντέδρασε με ένα διαφορετικό τρόπο – με μια άλλη αίσθηση-, μια άλλη ομιλία, γεννώντας φιγούρες. Αυτές σε συμφωνία με άλλες (φιγούρες), χωρίς σαφή σκοπό, αλλά με την πρόθεση να εμφανιστούν (έρθουν στο φως) και να επικοινωνήσουν με άλλες, όπως επίσης με άλλους σχεδιαστές.

En las clases de Antonio Verd, Javier Seguí y Pedro Burgaleta la acción del dibujar se acometía de manera muy distinta a como la había aprendido yo hasta aquel entonces. A partir de esta circunstancia mi experiencia (junto con otros) se dilató seis años. En ella descubrí un modo de dibujar muy distinto a una concepción del trazado y del proyecto arquitectónico de una cultura tradicional que sin embargo se encuentra también en esta escuela. Στις τάξεις των Verd Αντόνιο, Javier Segui de la Riva και και Pedro Burgaleta η δράση του σχεδιάζω λάμβανε χώρα με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από αυτόν που ειχα μάθει έως τότε. Με αφορμή αυτή την περίσταση η εμπειρία μου (μαζί με άλλους) κράτησε περίπου έξι χρόνια. Στη διάρκεια της ανακάλυψα έναν τρόπο του σχεδιάζω διαφορετικό από μια παραδοσιακή αντίληψη για τις χαράξεις και το αρχιτεκτονικό πρότζεκτ που ωστόσο συναντάται ακόμα και σε αυτή τη σχολή.

La experiencia adquirida durante este período construyó finalmente el objeto de este estudio. Es decir que el objeto del mi trabajo no consistía en los dibujos producidos durante esta experiencia sino en el origen de la experiencia y el proceso en el modo de hacer. Η εμπειρία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αποτέλεσε τελικά το αντικείμενο της παρούσας μελέτης . Δηλαδή το αντικείμενο της εργασίας δεν αποτελείται από σχέδια που παράχθηκαν  κατά τη διάρκεια αυτής της εμπειρίας αλλά αναφέρεται στην εμπειρία αυτή και διαδικασία και στον τρόπο αυτής της δράσης.

La experiencia de dibujar se presenta en este trabajo como acción,  no como representación (Seguí, 2003), ni como una técnica, trabajo o disciplina exclusivamente preparatoria (Garner, 2008), (Walker, 2008)  que parte de una referencia externa o un modelo para imitar. Η εμπειρία του σχεδίου παρουσιάζεται εδώ ως δράση, όχι ως αναπαράσταση (Segui , 2003), ούτε ως μια τεχνική, μια προπαρασκευαστική εργασία (Garner , 2008), (Walker, 2008) που ξεκινά από μια ότι εξωτερική αναφορά ή ένα μοντέλο, για να τα μιμηθεί .

En concreto la acción de dibujar se aproxima como exploración, modo de búsqueda, medio de experimentación (“What is drawing?”  (Irish Museum of Modern Art, 2013),  como apertura de la forma (Nancy 2013), como resultado no de un motivo externo sino como aparición inmanente a la propia acción (Badiou, 2011), como gesto (Newman, 2003), como ecografía entre el mito y el proyecto (Moraza, 2006). Συγκεκριμένα, η δράση του σχεδίου προσεγγίζεται σαν διερεύνηση, τρόπο αναζήτησης, μέσο πειραματισμού (“What is drawing?”  ( Irish Museum of Modern Art , 2013 ) , σαν το άνοιγμα της φόρμας ( Nancy 2013) , ως αποτέλεσμα όχι ενός εξωτερικού κινήτρου αλλά σαν την εμφανιση (έμφυτη) που περιλαμβάνεται στην ίδια τη δράση (Badiou 2011), σαν χειρονομία (Newman, 2003), σαν υπερηχογράφημα μεταξύ μύθου και του πρότζεκτ (Moraza, 2006). 

Me gustaría facilitar la comprensión y la evolución de este discurso siguiendo una serie de puntos que comunicaré a continuación:

Για την κατανόηση της υπόλοιπης ομιλίας θα ήθελα να παρουσιάσω τα βασικά σημεία που θα αναπτυχθούν στη συνέχεια:

  • -en primer lugar se comentarán las circunstancias a las que se ha visto sometido el trabajo. καταρχήν θα σχολιαστούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εργασία.
  • -después me referiré a las dificultades de la investigación basada en la práctica. Μετά θα αναφερθώ στις δυσκολίες της έρευνας που βασίζεται στην πρακτική (Design Practice Based). 
  • -a continuación veremos la aportación a la práctica del dibujar por su valor de experimentación- investigación. Στη συνέχεια θα δούμε -ένα συμβολή στην πρακτική του σχεδιάζω και την αξία του ως έρευνα και πειραματισμό.  
  • y, finalmente, veremos si me comprometo seguir trabajando en la temática o si habrá algún escrito similar en cierto modo mejor  que esto.  και, τέλος , θα δούμε αν μπορώ δεσμευτώ να συνεχίσω να εργάζομαι σε αυτό τον τομέα, ή αν θα μπορέσει να υπάρξει κάποιο γραπτό παρόμοιο και κατα κάποιο τρόπο καλύτερο από αυτό.

//Me dirijo otra vez a ustedes, mis lectores, para empezar con el primer punto: 

// Έρχομαι και πάλι σε εσάς, τους αναγνώστες μου, για να ξεκινήσω με το πρώτο σημείο :

las circunstancias a las que se ha visto sometido el trabajo

οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εργασία

La novela de Italo Calvino “Si una noche de invierno un viajero” se utilizó en la tesis como referente para estructurar el trabajo en 10 acontecimientos, 10 distintas iniciativas para describir la experiencia. La novela se empeña en adecuar la relación que establece el autor con sus lectores. Το μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο «Αν ένα βράδυ του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» χρησιμοποιήθηκε στη διατριβή ως αναφορά για να οργανωθεί η δομή της εργασίας σε 10 περιστατικά, 10 διαφορετικές αφετηρίες για να περιγραφεί αυτή η εμπειρία. Το μυθιστόρημα οργανώνεται με τον τρόπο αυτό για να φτιάξει μια σχέση ανάμεσα στο συγγραφέα και τους αναγνώστες του.

 “el viajero [protagonista] aparecía solo en las primeras páginas luego, no se volvía a hablar de él, [como si] su función hubiera acabado. [Y el autor se pregunta] ¿usted cree que toda historia debe tener un principio y un final?” De aquella historia de la que les hablaba [mi tesis] también yo recuerdo perfectamente el comienzo, pero he olvidado todo lo demás “[3]  Ο ταξιδιώτης [ πρωταγωνιστής ] εμφανίζεται μόνο στις πρώτες σελίδες , στη συνέχεια , δεν μιλά ξανά για αυτόν, [ σαν ] ο ρόλος του να είχε τελειώσει. [ Και ο συγγραφέας ρωτά ] Πιστεύετε ότι κάθε ιστορία πρέπει να έχει μια αρχή και ένα τέλος ; ” Για  εκείνη την ιστορία που σας ειχα μίλησει [ διατριβή μου ] Θυμάμαι επίσης καλά την αρχή , αλλά έχω ξεχάσει όλα τα άλλα » [ 3 ]

La experiencia del extranjero es tan característica en el trabajo que las reflexiones a partir de ella se usan de manera y orden muy distintos. Así que ahora, a posteriori, en este discurso que poco tiene que ver con la narrativa del trabajo, podemos agrupar estas reflexiones en una estrategia imaginaria o una analogía que recorre todo el estudio y se presenta con los siguientes puntos: Η εμπειρία του να είσαι ξένος και οι συλλογισμοί γύρω από αυτήν είναι χαρακτηριστική και χρησιμοποιείται με  τρόπους και ιεραρχία πολύ διαφορετικούς κατά μήκος του κειμένου. Έτσι τώρα , εκ των υστέρων , σε αυτή την ομιλία που λίγο έχει να κάνει με την αφήγηση της εργασίας, μπορούμε να ομαδοποιήσουμε αυτούς τους συλλογισμούς σε μια φανταστική στρατηγική ή μια αναλογία που διαπερνά όλο το γραπτό και παρουσιάζεται με τα παρακάτω σημεία:

 -1.El caso del “ser extranjero” al principio, se usa de manera literal. El viajero que está en un país y   convive en una cultura distinta a la suya es el acontecimiento que desencadena cómo el dibujar se puede convertir potencialmente en un tipo de lenguaje, un lenguaje en sí, un modo de comunicación capaz de transmitir emociones y comunicar al margen de las palabras. -1.Η περίπτωση του  «είμαι ξένος» αρχικά, χρησιμοποιείται με τρόπο κυριολεκτικό. Ο ταξιδιώτης που βρίσκεται σε μια ξένη χώρα και ζει σε μια διαφορετική κουλτούρα από τη δική τους είναι το περιστατικό που πυροδοτεί πώς το σχεδιάσω μπορεί να μετατραπεί σε μια εν δυνάμει γλώσσα, μια γλώσσα ως προς τον εαυτό της, έναν τρόπο επικοινωνίας ικανό να μεταφέρει αισθήματα και να επικοινωνήσει στο περιθώριο των λέξεων.

 -2.Pero a la vez este acontecimiento revela el apremio recurrir a la palabra para interpretar, leer y contar tanto la imagen de las figuras que aparecen, como también, y sobre todo, la acción, el proceso y la experiencia del aparecer. -2.Αλλά ταυτόχρονα αυτό το περιστατικό φανερώνει την επείγουσα ανάγκη να χρησιμοποιηθούν οι λέξεις για να ερμηνεύσουν , να διαβάσουν και να αφηγηθούν τόσο την εικόνα από τις φιγούρες, όσο επίσης, και κατά βάση , τη δράση , τη διαδικασία και την εμπειρία του αναδύομαι (ανάδυσης-εμφάνισης) .

-3.En otros casos el extranjero se usa de manera metafórica para describir cómo el dibujante, como viajero, atraviesa lugares desconocidos como los cantos de las huellas escritas en las superficies y de las resonancias del cuerpo mientras traza. -3.Σε άλλες περιπτώσεις ο ξένος χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει πώς ο σχεδιαστής, ως ταξιδιώτης, περνά μέσα από άγνωστα μέρη όπως τις ωδές των χναριών γραμμένα πάνω στις επιφάνειές και τις αντηχήσεις του σώματος όσο χαράζει.

-4.También metafóricamente el extranjero se usa para indicar la experiencia de sentirse extraño como alguien que se encuentra en un lugar que no lo es propio para referirse a la actitud del artista y del dibujante que se extraña por la obra que produce, cuando mira sus huellas como si fueran objetos no ordinarios, objetos fuera de su cultura y también fuera de su control. “Al perder nuestro hogar perdimos nuestra familiaridad con la vida cotidiana”. (Hannah Arendt) -4.Ο ξένος χρησιμοποιείται επίσης μεταφορικά για να υποδείξει την εμπειρία του νοιώθω ξένος, σαν αυτόν που συναντάται σε ένα μέρος που δεν είναι το δικό του, για να αναφερθεί στη στάση του καλλιτέχνη και του σχεδιαστή που εκπλήσσεται από το έργο που παράγει, όταν κοιτάς διαδρομές των χναριών του σαν να μην ήταν συνηθισμένα αντικείμενα, που τα κοιτά σαν να ήταν αντικείμενα έξω από την κουλτούρα και τον έλεγχό του. ” Με το να χάσουμε το σπίτι μας, χάσαμε την εξοικείωση μας με την καθημερινή ζωή.” ( Hannah Arendt )

-5.Pero en cualquier caso el sentirse extranjero, es evidente de que siempre hace falta una primera exposición, una primera salida hacia lo desconocido, un posicionamiento que permita una mirada desde fuera y también una primera ruptura  para ir contra lo conocido, lo familiar, lo habitual, para provocar que se generen situaciones inéditas. -5.Αλλά σε κάθε περίπτωση το να νοιώθεις ξένος, είναι σαφές ότι υποχρεώνει μια πρώτη έκθεση , μια πρώτη έξοδο προς το άγνωστο, μια θέση που επιτρέπει μια ματιά εκ των έξω, αλλά και επίσης μια πρώτη ρήξη για να πάει κάποιος κόντρα στο γνωστό, το οικείο, το συνηθισμένο, για να προκαλέσει και να δημιουργήσεις πρωτοεμφανιζόμενες καταστάσεις.

-6.La experiencia de sentirse extrañado se utiliza para referirse a un país que no necesita un desplazamiento geográfico o cultural como en el cuerpo mismo. –6.Η εμπειρία του να νοιώθεις παραξενεμένος-έκπληκτος (στα ισπανικά το παραξενεμένος-εκπληκτος extrañado έχει την ίδια ρίζα με τον ξένο extranjero) χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μια χώρα, τόπο που δεν χρειάζεται μια γεωγραφική ή πολιτιστική μετατόπιση όπως συμβαίνει με το ίδιο το σώμα.

El cuerpo como extensión del alma según la definición de Jean-Luc Nancy se trata de:

Το σώμα ως προέκταση της ψυχής , όπως ορίζεται από τον Jean – Luc Nancy είναι :

“[una] Topografía potente, topografía del cementerio de donde venimos [y la] Escritura del cuerpo: [es] del país extranjero. No el Extranjero en tanto que el Ser o que la Esencia-Otra (con su visión mortífera), sino el extranjero como país: este extrañamiento, esta separación que es el país, en todo país y en todo lugar. Los países: ni territorios, ni dominios, ni suelos, estas extensiones que se recorren sin jamás reunirlas en una sinopsis, ni subsumirlas bajo un concepto. Los países siempre extranjeros- y el extranjero en tanto que país, comarcas, parajes, pasajes, travesías, vistas que se abren, a ninguna parte. Corpus: una escritura que en el país vería, uno tras otro, todos los países del cuerpo”[4]. «[Μια] ισχυρή τοπογραφία , τοπογραφία του νεκροταφείου από όπου ερχόμαστε [ και η] Γραφή του σώματος: [είναι ] η ξένη χώρα . Όχι στο εξωτερικό σαν το Είναι ή ότι την Ουσία – Άλλη ( με το θανατηφόρο της όραμά), αλλά και στο εξωτερικό ως μια χώρα : αυτό το παραξένεμα, αυτός ο διαχωρισμός είναι η χώρα, σε κάθε χώρα και σε κάθε τόπο. Χώρες : ούτε εδάφη, ούτε κυριαρχία, ούτε επικράτειες, αυτές οι επεκτάσεις που διατρέχονται χωρίς ποτέ να συλλεχθούν σε μια σύνοψη, χωρίς να υποδιαιρεθούν σε μια έννοια. Οι χώρες πάντα ξένες – και ο ξένος σαν χώρα, νόμους, θέσεις, περάσματα, ταξίδια, όψεις που ανοίγουν προς το πουθενά. Corpus-Σώμα: μια γραφή που στη χώρα θα έβλεπε, τη μια μετά την άλλη, όλες τις χώρες του σώματος”[4].

-7. Considerar o no, a uno mismo y los demás como seres humanos determinados por una identidad cultural; o clasificar o no los modos de proyectar y de dibujar desde lo que uno ya sabe, depende de giros inesperados. Giros como este encuentro en el extranjero donde se pierde la consideración de la identidad de uno; o como este encuentro con una manera de dibujar distinta, sin reglas, donde la identidad se “excribe”, se forma formando, trazando. Y son estos giros, estos encuentros extraños que hacen posible para un extranjero ser español y hace posible la acción del trazar ser una nueva patria (del griego πατρίς). -7 . Το να σκεφτείς ή όχι , τον εαυτό σου και τους άλλους ως καθορισμένα από μια πολιτιστική ταυτότητα ανθρώπινα όντα, ή να ταξινομήσεις ή όχι τους τρόπους του προβάλλω (οι Ισπανοί χρησιμοποιούν το project ως ρήμα για το σχεδιασμό, εμείς λέμε ακόμα συνθέτω) και του σχεδιάζω από αυτά που ήδη κάποιος ξέρει, εξαρτάται από κάποια παράξενα γυρίσματα. Γυρίσματα όπως αυτή η συνάντηση σε ένα ξένο τόπο όπου κάποιος μπορεί να χάσει την έννοια της ταυτότητας, ή όπως σε αυτή τη συνάντηση με έναν διαφορετικό τρόπο του σχεδιάζω, χωρίς κανόνες όπου η ταυτότητα «εκγράφεται» (το εκ δηλώνει μια κίνηση από μέσα προς τα έξω), διαμορφώνεται διαμορφώνοντας, χαράσσοντας.  Και σε αυτά τα γυρίσματα, σε αυτές τις παράξενες συναντήσεις που κάνουν πιθανό για έναν ξένο να είναι Ισπανός και κάνουν πιθανή τη δράση του χαράζω να γίνει μια νέα πατρίδα.

//Estas condiciones del trabajo que se agruparon bajo el “ser extranjero” nos llevan al siguiente punto:

Αυτές οι συνθήκες εργασίας που ομαδοποιήθηκαν κάτω από τη συνθήκη «είμαι ξένος» μας οδηγούν στο επόμενο σημείο:

las dificultades de la investigación basada en la práctica.

Οι δυσκολίες της έρευνας βασίσμένη στην πρακτική.

El uso de la experiencia personal de la autora como objeto de estudio y eje principal para la descripción del fenómeno; ha sido otra condición especial del trabajo. El estudio se podría clasificar fácilmente como cualitativo (que se basa en material empírico) como también perteneciente al campo de la fenomenología hermenéutica (que se dedica a exponer y describir la experiencia viva como una manera de saber). Η χρήση της προσωπικής εμπειρίας της συγγραφέας ως αντικείμενο μελέτης και κύριος άξονας για την περιγραφή του φαινομένου ήταν μια ειδική συνθήκη σε αυτή την έρευνα. Η μελέτη θα μπορούσε εύκολα να ταξινομηθεί ως ποιοτική (που στηρίζεται σε εμπειρικό υλικό) όπως επίσης ως μια έρευνα που ανήκει στο πεδίο ερμηνευτικής φαινομενολογίας (το οποίο ασχολείται με την έκθεση και την περιγραφή της ζωντανής εμπειρίας σαν ένα τρόπο του γνωρίζω).

Sin embargo, ni los consejos de Paul Valery que dice que  “Es nuestro propio funcionamiento, y sólo él, el que puede enseñarnos algo sobre cualquier cosa”[5], ni la proposición de Michel Foucault que dice:

 “Ahora que el lugar del análisis no es ya el de la representación, sino el hombre en su finitud, se trata de sacar a la luz las condiciones del conocimiento a partir de los contenidos empíricos que son dados en él”[6], ni mucho menos  las afirmaciones más recientes de (especialistas en los manuales para la supervisión de tesis) Barbara Kamler y Pat Thomson de “reconsiderar el uso de la primera persona en la investigación doctoral” no me convencían de ser yo misma y mi experiencia, el objeto del estudio de la tesis.  Ωστόσο , ούτε η συμβουλή του Paul Valery που λέει ότι «Είναι δική μας λειτουργία , και μόνο αυτή, αυτή που μπορεί να μας διδάξει κάτι για οτιδήποτε» [ 5 ] , ούτε η πρόταση του Μισέλ Φουκώ, που λέει :  «Τώρα που ο τόπος της ανάλυσης δεν είναι πλέον η αναπαράσταση, αλλά ο άνθρωπος στην περατότητα του, χρειάζεται να έρθουν στο φως οι συνθήκες της γνώσης μέσα από τα εμπειρικά περιεχόμενα που δίνονται σε αυτόν” [ 6 ] , ούτε βέβαια οι πιο πρόσφατες δηλώσεις των Barbara Kamler και Pat Thomson (ειδικοί στα εγχειρίδια για την εποπτεία των διατριβών)  για την «ανάγκη επανεξετάσης της χρήσης του πρώτου προσώπου στη διδακτορική έρευνα” δεν με έπειθαν ώστε να ειμαι εγώ η ίδια και η εμπειρία μου το αντικείμενο αυτής της έρευνας.  

Mis dudas se desvanecieron cuando me crucé con los trabajos de los sociólogos Richard Sennett, Craig Calhoun y sus colaboradores, en un libro llamado “Practicing Culture” (Cultura en Práctica) publicado en 2008. La colección presentaba una serie de estudios culturales donde se intentaban plantear aspectos de la vida social enfatizando el proceso de hacer  (proceso siempre incompleto, no sistemático, que contiene placer), en un “haciendo cultura” (doing culture) (E.P.Thompson).  Y también se sostenía que según las reglas de la práctica y del arte “que es a la vez algo que uno hace, y algo que uno aprende a hacer haciéndolo”[7]. Οι αμφιβολίες εξαφανίστηκαν όταν σκόνταψα στην δουλειά των κοινωνιολόγων Richard Sennett , Craig Calhoun και των συνεργατών τους, σε ένα βιβλίο με τίτλο “Practicing Culture”  ( Η Κουλτούρα της Πράξης) που δημοσιεύτηκε το 2008. Η συλλογή παρουσίαζε μια σειρά μελετών γύρω από την κουλτούρα όπου προσπαθούσαν να θέσουν πτυχές της κοινωνικής ζωής με έμφαση στη διαδικασία του κάνω (διαδικασία πάντα ατελή, μη συστηματική, που περιέχει την ευχαρίστηση ),  σε ένα “κάνω κουλτούρα” (doing culture) (EPThompson). Όπου, επίσης, υποστήριζε ότι σύμφωνα με τους κανόνες της πρακτικής και της τέχνης “που είναι και κάτι που κάποιος κάνει/πράττει, και κάτι που μαθαίνει πράττοντας», [ 7 ] .

El dibujar encajaba en esta categoría como práctica artesanal ya que “se centra en patrones objetivos y en la cosa en sí misma”. Sin embargo, es una artesanía que no se dirige necesariamente a un resultado concreto, o hacia  un objeto final que está en sí mismo enteramente determinado por las categorías de medio y fin. El dibujar como acción entendida según Hannah Arendt es la praxis, que no es unliberum arbitrium (arbitraje libre) que tiene que elegir entre casos, sino que es libre de cualquier motivo, meta o resultado anticipado, se mueve más en la incertidumbre preguntándose por ello “what if” (Y si)?  Το σχεδιάζω ταίριαζε σε αυτή την κατηγορία, σαν μια πρακτική τέχνη μια και “επικεντρώνεται σε αντικειμενικά πρότυπα και στο ίδιο το πράγμα”. Ωστόσο, είναι μια τεχνη που δεν αναζητα απαραίτητα ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ή ένα τελικό προιόν που είναι καθορισμένο ως προς τον εαυτό του με βάση τις κατηγορίες ενός μέσου και ενός τέλους. Το σχεδιάζω σαν δράση, με τη δράση όπως την ορίζει η Hannah Arendt σαν πράξη που δεν είναι ένα  un liberum arbitrium  (τυχαία ελευθερία) όπου κάποιος πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σε περιπτώσεις, αλλά που είναι ελεύθερη από κάθε κίνητρο, στόχο ή προβλεπόμενο αποτέλεσμα, κινείται περισσότερο στην αμφιβολία ρωτώντας για αυτό  “what if” (και αν);

Entre los casos incluidos en la colección sobre la “Cultura en Práctica” el caso de Erin O´Connor sobre “la imaginación calorífica en la práctica de soplar vidrios” fue el caso más característico y parecido al mío.La autora para realizar su estudio, profundiza en la técnica y trata de comprender cómo funciona la imaginación corpórea, empieza a trabajar ella misma utilizando su experiencia personal como eje principal de su estudio. La implicación personal en la práctica se utiliza como parte destacable e indispensable de su investigación para explorar lo imaginario y cómo ello se incorpora a la práctica. Μεταξύ των περιπτώσεων που περιλαμβάνονται στη συλλογή με θέμα “Practicing Culture”  η περίπτωση της Erin O’Connor για “την θερμότητα στο φαντασιακό στην πρακτική του φυσιτού γυαλιού” ήταν η πιο χαρακτηριστική και παρόμοια περίπτωση με την δική μου. Η συγγραφέας για να πραγματοποιήσει την ερευνά της, να εμβαθύνει στην τεχνική και να κατανοήσει πως  λειτουργεί το φαντασιακό σωματικά, αρχίζει να δουλεύει με τον εαυτό της, χρησιμοποιώντας την προσωπική της εμπειρία ως το επίκεντρο της μελέτης της. Η προσωπική συμμετοχή στην πρακτική χρησιμοποιείται ως αξιόλογο και απαραίτητο μέρος της έρευνάς τους για να εξερευνήσετε το φαντασιακό και πως αυτό ενσωματώνεται στην πράξη.

El caso de este estudio nos da pie a hablar de algo que no sé si no he podido o no he sabido, pero que sin duda no me he atrevido a comentar más y es que la imaginación (formal y material) no reside fuera de la práctica sino que está “profundamente arraigada en (ella)”. Η περίπτωση αυτής της μελέτης μας δίνει πάτημα για να μιλήσουμε για κάτι που δεν κατάφερα ή δεν ήξερα, αλλά που χωρίς αμφιβολία δεν τόλμησα να σχολιάσω περισσότερο στην ερευνά μου και είναι ότι το φαντασιακό (υλικό και μορφή) δεν κατοικεί έξω από την πρακτική αλλά είναι «βαθιά ριζωμένο σε αυτή».

“[…] es órgano de reciprocidad del material y de la práctica. […] la imaginación es algo crucial en la práctica misma. Cuanto más a fondo  uno imagina, más a fondo práctica, y por lo tanto, cuanto más a fondo se practica más a fondo se imagina. La imaginación práctica, material es la sustancia de la práctica, que completa con todo lo que la práctica es en sí, comprometida, incrustada, entrelazada. La imaginación es constitutiva, no expresiva, de la cultura”[8]. « [ … ] είναι όργανο της αμοιβαιότητας του υλικού με την πρακτική [ … ] Το φαντασιακό είναι κάτι ζωτικό  για την ίδια την πρακτική.  Όσο πιο βαθιά φαντάζεται κάποιος, τόσο πιο βαθιά εξασκεί την πρακτική, και ως εκ τούτου όσο πιο βαθιά εξασκεί την πρακτική του τόσο πιο βαθιά φαντάζεται. Το πρακτικό φαντασιακό, υλική είναι η ουσία της πρακτικής, που συμπληρώνει με όλα όσα η πρακτική ως προς τον εαυτό της, δεσμεύεται, ενσωματώνει, μπλέκει. Το φαντασιακό είναι συστατικό, δεν είναι εκφραστικό, της κουλτούρας»[ 8 ] .

Se puede sostener que el apartado sobre “la imagen del cuerpo mientras traza” es la parte del trabajo donde de manera más directa se intenta hacer referencia a esta relación, entre la acción del trazar, el aparecer de las figuras y la imaginación. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ενότητα με τίτλο «εικόνα του σώματος καθώς  χαράσσει” είναι το κομμάτι του κειμένου που με πιο άμεσο τρόπο προσπαθεί να κάνει αναφορά σε αυτή τη σχέση ανάμεσα στη δράση του χαράσω, το εμφανίζω της φιγούρας και πιο άμεσα την προσπάθειά σας να αναφέρονται σε αυτή τη σχέση μεταξύ της δράσης του οικοπέδου , ​​η εμφάνιση των μορφών και το φαντασιακό.

Y tal vez se puede sostener que todas las descripciones que forman el trabajo (en los diez acontecimientos) como también la colección de imágenes estáticas y móviles de dibujantes mientras trazan, buscan captar y transmitir este momento de la movilización de la imaginación. Ella se va desplegando ante la aparición de las formas, el tacto con su materia desvanecida y el afecto que uno siente mientras “escarba en el fondo del ser buscando lo primitivo y lo eterno” (Javier Seguí, 2003).Sin embargo, estas aproximaciones parece que no llegan muy lejos, o no dejan de ser unas descripciones siempre condenadas a estar limitadas e incompletas, incapaces de lograr una descripción de este flujo. Descripción que está a su vez condenada por la imposibilidad de describir este asunto. Και ίσως μπορεί να υποστηριχθεί ότι όλες οι περιγραφές που αποτελούν το κείμενο αυτής της έρευνας (τα δέκα περιστατικά), καθώς και η συλλογή των στατικών και κινούμενων εικόνων με σχεδιαστές καθώς χαράσουν, προσπαθεί να πιάσει και να μεταδώσει αυτή τη στιγμή της κίνησης του φαντασιακού. Αυτό ξετυλίγεται μπροστά στην εμφάνιση της φόρμας και το άγγιγμα με το υλικό του εξανεμίζεται και η επιρροή που κάποιος νοιώθει “βγαίνει στο φόντο της ύπαρξης αναζητώντας το πρωτόγονο και το διαχρονικό» (Javier Segui , 2003). Ωστόσο, αυτές τις προσεγγίσεις δεν φαίνεται να πηγαίνουν πολύ μακριά, ή δεν παύουν να είναι περιγραφές πάντα καταδικασμένες να είναι περιορισμένες και ελλιπείς, αδύναμες να φτάσουν μια περιγραφή αυτής της ροής.

Y es por eso que todas las descripciones sobre este momento dinámico del trazar nunca llegan a ser concretas. Para Badiou es “una descripción sin lugar”, lo que para Derrida es “el espectáculo […] que refleja esta imposibilidad. Pudiera representar esta irrepresentatividad” o lo que para Jean-Luc Nancy:  “el dibujar designa este diseño sin proyecto, plan o intención. [y] Que su placer abre en su infinitud”. Και αυτό είναι ο λόγος που όλες οι περιγραφές για αυτή τη δυναμική στιγμή του χαράσσω ποτέ δεν φτάσουν να είναι συγκεκριμένες. Για τον Badiou είναι «μια περιγραφή χωρίς τόπο” , αυτό που για τον Ντεριντά είναι « το θέαμα [ … ] που αντανακλά αυτή την αδυνατότητα. Θα μπορούσε να αναπαριστά αυτή την μη αναπαραστιμότητα» ή αυτό που για τον Jean – Luc Nancy : ” το σχεδιάζω δείχνει ένα (ντιζάιν) χωρίς πρότζεκτ,  σχέδιο ή πρόθεση. [και] Όπου η ευχαρίστησή του ανοίγει στην απεραντοσύνη του”.

Se puede hablar de la vida pero no del vivir” dice Francois Jullien.   

“Μπορούμε να μιλήσουμε για τη ζωή, αλλά όχι για το ζώ», λέει ο Francois Jullien.  

//Y esto, mis queridos lectores, nos da pie para hablar sobre algunas antinomias y condiciones de la investigación basadas en la práctica. // Και αυτό , αγαπημένοι μου αναγνώστες, μας οδηγεί να μιλήσουμε για κάποιες από τις αντιφάσεις και προϋποθέσεις της έρευνας που βασίζεται στην πρακτική.

Entre estos estudios y los autores que proponen una “mirada en la práctica” se encuentran muchos como Bourdieu (1995), Wittgenstein y Zhuangzi (2003), Dewey (2008), Arendt (1995), Billeter (2003), Pardo (2004) y Maturana (2004) que proponen e insisten que las reflexiones sobre la práctica y la cultura se hacen desde la propia experiencia. La práctica del hacer así como su insistencia que el momento de la acción y el momento de su descripción (su teorizar) son dos temporalidades completamente distintas (una irreversible, que tiene su propio ritmo otra destemporalizada). Ανάμεσα σε αυτά τα έργα και τους συγγραφείς που προτείνουν μια “ματιά στην πράξη” συναντιόνται πολλοί όπως  οι Bourdieu (1995), Wittgenstein y Zhuangzi (2003), Dewey (2008), Arendt (1995), Billeter (2003), Pardo (2004) y Maturana (2004)  που προτείνουν και επιμένουν ότι οι σκέψεις γύρω από την πρακτική και την κουλτούρα γίνονται μέσα από τη δική μας εμπειρία. Η πρακτική του κάνω όπως και η επιμονή του ότι την ώρα της δράσης και τη στιγμή της περιγραφής τους (η θεωρητικοποίηση του) είναι δύο χρονικότητες εντελώς διαφορετικές (μια μη αναστρέψιμη, που έχει το δικό της ρυθμό, η άλλη άχρονη) .

Bourdieu comenta de manera característica que “el error teórico consiste en […] es la antinomia entre el tiempo de la ciencia y el tiempo de la acción que conduce a destruir la práctica imponiéndole el tiempo intemporal de la ciencia”[9]. Ο Bourdieu αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «το θεωρητικό λάθος [ … ] είναι η αντίφαση μεταξύ του χρόνου της επιστήμης και του χρόνου της δράσης που οδηγεί στο να καταστραφεί η πρακτική επιβάλλοντας τον άχρονο χρόνο της επιστήμης» [ 9 ] .

Es verdad que nunca podemos realmente saber qué estamos haciendo”[10].   “Actuar y vivir en su sentido más general de “inter homines” ese, “ser entre mis semejantes”- el equivalente latino de estar vivo-, impide realmente pensar”[11]dice de manera característicaHannah Arendt.  ” Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε ποτέ να ξέρουμε πραγματικά τι κάνουμε » [ 10 ] . «Δρώ και ζω στην γενική τους έννοια του  σε πιο γενική έννοια αυτού του inter homines”, “είμαι μεταξύ των όμοιων μου» – το λατινικό ισοδύναμο του βρίσκομαι ζωντανός,- απαγορεύει ουσιαστικά να σκεφτούμε» λέει χαρακτηριστικά η Hannah Arendt .

Es la imposibilidad del que actúa para observarse a sí mismo mientras se está haciendo y también, en el caso del artista, la pérdida de su identidad que llevan a Giorgio Agamben a comentar que el artista es el “hombre sin contenido” (2005).

Cosa que también nos lleva a decir que en el lugar del crimen (el dibujo), de la acción de dibujar (el crimen en sí), no queda nada y que es el escritor que viene literalmente a inventar el posible crimen, el posible proceso de trazar. Y que todo lo descrito en el trabajo no es más que una invención de la autora que surgió escribiendo a partir de los restos de sus memorias, sus dibujos y las referencias bibliográficas. Είναι η αδυνατότητα αυτού που δρα να παρατηρήσει τον εαυτό του καθώς δρα ενώ επίσης, στην περίπτωση του καλλιτέχνη, η απώλεια της ταυτότητας που οδηγεί τον Giorgio Agamben να σχολιάσει ότι ο καλλιτέχνης είναι ο «άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο” ( 2005 ) . Πράγμα που επίσης μας οδηγεί στον τόπο του εγκλήματος ( το σχέδιο), στη δράση του σχεδιάζω ( το ίδιο το έγκλημα) , δεν υπάρχει τίποτα και είναι ο συγγραφέας που είναι κυριολεκτικά εφεύρει το πιθανό έγκλημα , την πιθανή διαδικασία με την οποία κάτι χαράκτηκε. Και ότι όλα όσα περιγράφονται δεν είναι παρά μια εφεύρεση της συγγραφέα που προέκυψε με βάση τα υπολείμματα της μνήμης, τα ίχνη των σχεδίων και βιβλιογραφικών αναφορών.

No obstante, esta especie literaria, de una descripción que prácticamente es ficción basada en hechos reales es una aproximación bastante común en el campo de la antropología y la etnografía donde se intenta poner en cuestión, transmitir y difundir lo vivido y experimentado para reflexionar (no justificar) sobre ello. Ωστόσο, αυτό το λογοτεχνικό είδος, μια περιγραφή που πρακτικά είναι μυθοπλασία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα είναι μια  προσέγγιση κοινή στον τομέα της ανθρωπολογίας και της εθνογραφίας όπου επιχειρείται να αμφισβητηθεί, να διαβιβαστεί και να κοινοποιηθεί αυτό που κάποιος έζησε, το εμπειρικό με σκοπό το συλλογισμό (όχι αιτιολόγηση) γύρω από αυτό.

Esto significa que en estas ramas de las ciencias humanas y sociales, las reflexiones no se basan en conceptos abstractos que estimulan una narración sino que surgen de lo vivido, de lo experimentado, la afección y lo sentido.

Lo sentido primero como sentir (afecto del cuerpo emoción), y luego como dirección (que se extiende desde dentro hacia fuera) y como (significado de la significación basada en la palabra), (según las tres definiciones de Jean-Luc Nancy sobre el sentido). Αυτό σημαίνει ότι σε αυτούς τους κλάδους των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, οι συλλογισμοί δεν βασίζονται σε αφηρημένες έννοιες που διεγείρουν μια αφήγηση, αλλά προκύπτουν από την βιωμένη εμπειρία, το εμπειρικό, την επιρροή και την αίσθηση-νόημα. Το νόημα πρώτα ως συναίσθημα ( στοργή συγκίνηση του σώματος ), στη συνέχεια ως κατεύθυνση ( που εκτείνεται από μέσα προς τα έξω ) και τρίτο σαν έννοια (του νοήματος με βάση τη λέξη), ( σύμφωνα με τρεις ορισμούς του Jean – Luc Nancy για αίσθηση ) .

//Pero es posible que algunos de los lectores deseen escuchar algo más sobre la experiencia del dibujar; como también es posible que entre el público haya gente relacionada con el oficio del arquitecto y que se pregunte ¿qué lugar tiene este tipo de dibujar (aparentemente inútil) en el campo arquitectónico o cómo al final se proyecta dibujando? Αλλά είναι πιθανό ότι μερικοί από εσάς τους αναγνώστες να θέλουν να ακούσουν περισσότερα για την εμπειρία του σχεδιάζω, όπως επίσης είναι πιθανό ότι ανάμεσα στο κοινό θα υπάρχει κόσμος σχετικός με το επάγγελμα του αρχιτέκτονα που θα αναρωτιέται  τι θέση έχει αυτό το είδος του σχεδιάζω  (φαινομενικά άχρηστο) στον τομέα της αρχιτεκτονικής ή πώς, τέλος, σχεδιάζουμε προβάλλοντας;

Y esto nos lleva al tercer punto:

Και αυτό μας φέρνει στο τρίτο σημείο:

La aportación a la práctica del dibujar por su valor de experimentación.

Η συμβολή της πρακτικής του σχεδιάζω και η αξία της σαν πειραματισμός.

Una investigación puede perfectamente tener como objeto del estudio una operación inútil pero qué lugar tiene la acción del dibujar, que se presenta aquí como búsqueda en sí. Μια έρευνα μπορεί να έχει ως αντικείμενο μελέτης μια άχρηστη λειτουργία, αλλά τι θέση έχει η δράση του σχεδιάζω που παρουσιάζεται εδώ σαν μια έρευνα ως προς τον εαυτό της.

Dibujar por dibujar. Dibujar a propósito sin propósito (purposiveness without purpose), el viaje en sí, es “un propósito libre de propósito […] que es en sí un propósito, un fin. Sin embargo, este fin no se puede diseñar anteriormente, a propósito o arreglarse. El propósito traslada o retarda el fin, lo desplaza sin fin, es decir de manera indeterminada. Pero este propósito interminable sigue formando el propósito, su tensión, considerada según su extensión y expansión más que como intención […] que solamente quiere enseñar  no lo que apareció o su apariencia sino el llegar a aparecer”[12]. Σχεδιάζω για να σχεδιάζω. Σχεδιάζω με σκοπό το χωρίς σκοπό (purposiveness without purpose), ένα ταξίδι ως προς τον ίδιο του τον εαυτό, είναι «ένας σκοπός ελεύθερος από σκοπό [ … ] που είναι ως προς τον εαυτό του ένας σκοπός, ένα τέλος. Ωστόσο, αυτό το τέλος δεν μπορεί να σχεδιαστεί εκ των προταίρων, με σκοπό ή για να οργανωθεί. Ο σκοπός μεταφέρεται ή καθυστερεί το τέλος, το μεταφέρει χωρίς τέλος, δηλαδή με τρόπο ατελείωτο. Αλλά αυτός ο σκοπός χωρίς τέλος συνεχίζει να δημιουργεί το σκοπό του, την τάση του, σχετική περισσότερο με την επέκταση και τη διάδοσή του παρά με την πρόθεσή του. [ … ] όπου το μόνο που θέλει να δείξει δεν είναι αυτό που εμφανίστηκε όσο τη διαδικασία του κάνω να εμφανιστεί» [ 12 ] .

Si ahora en este proceso infinito, donde se dibuja por dibujar sumamos: primero “El concepto de la arbitrariedad en arquitectura” (2005) de Rafael Moneo donde se hace patente que “cualquier forma puede convertirse en arquitectura” y luego el análisis de Bregazzi que sostiene “La arquitectura es esencialmente injustificable, pero la sociedad no puede tolerar esta inutilidad fundamental. [porque según Alsop vivimos en] Una sociedad consumida por el fantasma del valor de uso y su ética, una ética que empieza en el Génesis (“henchid la tierra y sometedla”), una sociedad en la que el objeto no puede ser pensado más que como el término intencional de nuestra conciencia. Una sociedad así no puede aceptar la verdad del construir en nuestra época”[13]. Αν τώρα σε αυτή την διαδικασία χωρίς τέλος, όπου κάποιος σχεδιάζει για να σχεδιάζει αθροίσουμε: πρώτα «την έννοια της τυχαιότητας στην αρχιτεκτονική» ( 2005 ) από τον Rafael Moneo όπου γίνεται σαφές ότι «οποιαδήποτε φόρμα-μορφή μπορεί να μετατραπεί σε αρχιτεκτονική” και , στη συνέχεια την ανάλυση του Bregazzi που λέει ότι «η αρχιτεκτονική είναι ουσιαστικά αδικαιολόγητη, αλλά η κοινωνία δεν μπορεί να ανεχθεί αυτή τη θεμελιώδη ματαιότητα. [ Επειδή σύμφωνα με τον Alsop ζουμε σε] μια κοινωνία που καταναλώνεται από το φάντασμα της χρήσης και της ηθική της, μια ηθική που ξεκινά στη Γένεση (“henchid la tierra y sometedla”), μια κοινωνία στην οποία το αντικείμενο δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι περισσότερο από μια έννοια πρόθεσης της συνείδησής μας. Μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί να δεχτεί την αλήθεια του κατασκευάζω στην εποχή μας » [ 13 ] .

 Esto significa que en total tenemos: una operación, en un campo en que sus modos de hacer son arbitrarios y donde la ausencia de honestidad intelectual hace difícil hablar de lo inútil, de la búsqueda sin razón. Lo arbitrario no como la posibilidad de elegir arbitrariamente entre lo dado, sino lo arbitrario sin justificación, como apertura sin finalidad, experimentación sin fin donde el cuerpo medía y exterioriza su estado emocional y, sin propósito, reacciona y responde frente a un asunto con su implicación personal. Αυτό σημαίνει ότι συνολικά έχουμε: μια διαδικασία, σε ένα πεδίο όπου οι τρόποι του κάνω/πράττω είναι τυχαίοι και όπου η απουσία πνευματικής ειλικρίνειας κάνει δύσκολο το να μιλήσεις για το άχρηστο, την έρευνα χωρίς λόγο. Το τυχαίο όχι σαν μια πιθανότητα να διαλέξει κάποιος τυχαία ανάμεσα στο δοσμένο, αλλά το τυχαίο  χωρίς δικαιολογία, σαν άνοιγμα χωρίς τελικότητα, πειραματισμό χωρίς τέλος όπου το σώμα μεσολαβεί και εξωτερικεύει τη συναισθηματική του κατάσταση και, χωρίς σκοπό, αντιδρά και απαντά απέναντι σε ένα θέμα με την προσωπική του εμπλοκή. 

Y parece que las palabras de Bregazzi sobre los arquitectos y la falta de conciencia sobre sus modos de construir pueden ser también válidas acerca de la conciencia sobre sus modos de dibujar y de proyectar dibujando. Και φαίνεται ότι τα λόγια του Bregazzi για τους αρχιτέκτονες και η έλλειψη συνείδησης εκ μέρους τους για τους τρόπους που κτίζουν μπορούν να είναι επίσης έγκυρες γύρω από τη συνείδηση τους γύρω από τους τρόπους του σχεδιάζω και του προβάλω σχεδιάζοντας. 

Desde Kant se sabe que la matriz de toda investigación en el arte y el juicio estético es “el propósito sin propósito”[14].

Heidegger en el “arte y poesía” pregunta “¿Cómo experimentar lo que de verdad es útil?” La obra no tiene razón de ser sin ser creada, ni sin contemplación. La verdad en la obra se proyecta hacia lo venideros contempladores, es decir, hacia un grupo humano histórico. La verdad como alumbramiento y la ocultación del ente acontece al poetizar. Από τον Καντ , είναι γνωστό ότι η μήτρα του συνόλου της έρευνας στην τέχνη και των αισθητικών κριτηρίων είναι ένας «σκοπός χωρίς σκοπό» [14].. Ο  Heidegger στο ” τέχνη και ποίηση ” ρωτά “Πώς ερευνά κάποιος τι πραγματικά είναι χρήσιμο;» Το έργο δεν έχει κανένα λόγο να υφίσταται χωρίς να δημιουργηθεί, ή χωρίς να θεάται. Η αλήθεια σε ένα έργο προβάλλει προς τους μελλοντικούς θεατές, δηλαδή, προς μια ιστορική ομάδα ανθρώπων. Η αλήθεια σαν γέννηση και η απόκρυψη του όντως στο ποιητικό συμβάν. 

Y en otro escrito afirma que “lo más útil es lo inútil. Pero experienciar lo inútil es lo más difícil para el ser humano actual. En ello se entiende lo “útil” como lo usable prácticamente, inmediatamente para fines técnicos, para lo que consigue algún efecto con el cual pueda yo hacer negocios y producir. Uno debe ver lo útil en el sentido de lo curativo [heilsamen], esto es, lo que lleva al ser humano en sí mismo. En griego θεωρία-(teoría) es la tranquilidad pura, la más elevada ενέργεια– (energía), el modo más elevado de ponerse-a-la-obra, prescindiendo de todos los manejos [Machenschaften] prácticos: el dejar presenciar [anwesenlassen] del presencial mismo“.[…]  Και σε μια άλλη επιστολή λέει ότι «το πιο χρήσιμο είναι άχρηστο. Αλλά να ζήσεις το άχρηστο είναι το πιο δύσκολο για  τον σημερινό άνθρωπο. Σε αυτό γίνεται κατανοητό το «χρήσιμο»  σαν το πρακτικά χρησιμοποιήσιμο, το άμεσο για τεχνικούς σκοπούς, αυτό για το οποίο καταφέρνει κάποιο αποτέλεσμα με το οποίο να μπορώ να κάνω εμπόριο και να παράγω. Κάποιος πρέπει να δείτε το χρήσιμο με την έννοια της ίασης [heilsamen], δηλαδή, αυτό που οδηγεί τον άνθρωπο στον ευατό του. Στα ελληνικά θεωρία είναι η απόλυτη ηρεμία, η υψηλότερη ενέργεια, ο υψιστος τρόπος για να θέτεις επι του έργου, επικαλουμενος όλες τις πρακτικές μηχανορραφίες [Machenschaften]: το να αφήνεις το παρουσιάζομαι [anwesenlassen] στην παρουσίαση την ίδια. “[…] “

“El filósofo alemán, buscando liberar la noción de utilidad de una exclusiva finalidad técnica y comercial, expresa claramente la dificultad general entre sus contemporáneos para entender la importancia de lo inútil. Para “el ser humano actual”, en efecto, es cada vez más complicado sentir interés por cualquier cosa que no implique un uso práctico e inmediato para “fines técnicos”(entre comillas)[15], comenta Ordine Nuccio. Ο Γερμανός φιλόσοφος, προσπαθώντας να απελευθερωθεί από τη χρησιμότητα μιας αποκλειστικής τελικότητας στην τεχνική και το εμπόριο, εκφράζει ξεκάθαρα τη γενική δυσκολία ανάμεσα στους σύγχρονούς του να καταλάβουν την αξία του άχρηστου. Για το «σημερινό άνθρωπο», είναι πράγματι όλο και πιο πολύπλοκο να νοιώσει ενδιαφέρον για οποιοδήποτε αντικείμενο που δεν εμπεριέχει μια πρακτική χρήση και ένα άμεσο «τεχνικό τέλος (σε εισαγωγικά)» [15] σχολιάζει ο Nuccio Ordine.

Si como dice Julio Carlo Argan “Nunca se proyecta para uno, siempre contra alguien o algo.Se proyecta contra algo para que cambie”[16] esto nos lleva a decir que bajo las circunstancias actuales en el campo de la arquitectura (tan afectado por la burbuja inmobiliaria y una concepción del oficio bastante mercantilista) buscar lo inútil, no es un acto placentero de satisfacción personal, sino más un deber, un acto de resistencia en nuestros tiempos de individualismo y especificación. Αν όπως λέει ο Julio Carlo Argan “ποτέ δεν προβάλλουμε για ένα, αλλά πάντα κόντρα σε κάποιον ή κάτι. Προβάλλουμε κόντρα σε κάτι για να αλλάξει» [ 16 ] αυτό μας οδηγεί να πούμε ότι υπό τις παρούσες συνθήκες στον τομέα της αρχιτεκτονικής ( τόσο επηρρεασμένο από τη φούσκα των ακινήτων και τη σύλληψη του επαγγέλματος σαν ένα επάγγελμα αρκετά εμπορικό)  η αβαήτηση του άχρηστου, δεν είναι μια μια πράξη ευχαριστησης και προσωπικής ικανοποίησης, αλλά κάτι παραπάνω, μια δράση αντίστασης στους καιρούς μας, την εποχή του ατομικισμού και της ειδικότητας. 

“La espiritualidad, ya se ha dicho que, es ante todo esa conciencia del hecho de que el ser individuado no está enteramente individuado sino que contiene aún cierta carga de realidad no-individuada; […] Todo lo impersonal en nosotros es genial: genial es ante todo la fuerza que empuja la sangre en nuestras venas o nos hace precipitarnos en el sueño, la ignota potencia que en nuestro cuerpo regula y distribuye tan suavemente la tibieza y estira o contrae las fibras de nuestros músculos”[17]. «Η πνευματικότητα  έχει ήδη ειπωθεί , είναι πρώτα από όλα η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το εξατομίκευμένο ον δεν είναι απόλυτα εξατομικευμένο αλλά εξακολουθεί να περιέχει ορισμένη ποσότητα μη εξατομικευμένης πραγματικότητας [ … ] Όλο το απρόσωπο είναι ιδιωφυές: ιδιωφυιές είναι πάνω από όλα η δύναμη που ωθεί το αίμα στις φλέβες μας ή μας κάνει να βιαστούμε να ονειρευτούμε, η άγνωστη δύναμη στο σώμα μας που ρυθμίζει και διανέμει τόσο ήπια τη ζεστασιά και τέντωνει ή αντιστέκεται στις ίνες των μυών μας » [ 17 ] .

Así parece que en este lugar sin localización, en la fiebre de la acción de trazar, y del arte en general, el deseo frenético de dejar las manos y llevar las formas a sus límites, para formar contacto con lo informe es como la fiebre erótica que empuja el cuerpo a los límites de su propia forma, es el cuerpo que nos pone en distinto estar en el mundo, estar en el mundo haciendo, haciendo con otros, dibujando. Έτσι φαίνεται ότι σε αυτή τον τόπο χωρίς τόπο , στον πυρετό της δράσης του χαράσσω, και στην τέχνη γενικότερα , η ξέφρενη επιθυμία να αφήσει κάποιος τα χέρια και να φέρει τις μορφές στα όριά τους, για να μορφοποιήσουν την επαφή τους με το άμορφο. Ειναι σας τον ερωτικό πυρετό που σπρώχνει το σώμα στα όρια της δικής του φόρμας, το σώμα που μας βάζει σε ένα διαφορετικό βρίσκομαι στον κόσμο, βρίσκομαι στον κόσμο κάνωντας, κάνωντας για άλλους, σχεδιάζοντας.

El cuerpo expuesto deja de estar solo y extendiéndose hacia fuera, forma el espaciamiento y entra en contacto con uno y con los demás, los otros en una co-existencia sorprendente, tensa, un estar juntos, un común distinto. Το σώμα εκτεθειμένο σταματά να είσαι μόνο του και εκτείνεται προς τα έξω, φτιάχνοντας τη χωρικότητα που μπαίνει στην επαφή του ενός με τους άλλους, των άλλων σε μια παράξενη συν-ύπαρξη, τεντωμένη, ένα βρίσκομαι μαζί, ένα μαζί διαφορετικό.

//Se ha dicho al inicio que el último punto de esta presentación tendrá relación con un compromiso por comprometer un escrito similar en cierto modo mejor que este. // Έχει ειπωθεί στην αρχή ότι στο τελικό σημείο αυτής της παρουσίασης έχει σχέση με μια δέσμευση γύρω από δέσμευση για ένα γραπτό κατά κάποιο τρόπο γραμμένο με τρόπο καλύτερο από αυτό .

Si he conseguido algo durante este proceso de apertura en la exploración del dibujar a lo largo de estos años es familiarizarme con una manera de lanzar a la acción cada vez, como si fuera una sola, la primera vez, en operaciones aparentemente repetitivas pero, sin embargo, excepcionales con fines casi infinitos. Αν έχω πετύχει κάτι κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ανοίγματος στην διερεύνηση του σχεδιάζω κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων είναι να εξοικειωθώ κατά κάποιο τρόπο με έναν τρόπο να «ρίχνεσαι» στη δράση κάθε φορά, σαν να ήταν μία, η πρώτη φορά, σε διαδικασίες φαινομενικά επαναλαμβανόμενες αλλά, ωστόσο, ειδικές με τέλη σχεδόν χωρίς τέλος. 

Como también quedó claro, ninguna aventura es posible sin un “gasto” energético sin medida o preocupación. Un gasto que según afirma Bataille en el “límite de lo útil”: Όπως ήταν επίσης σαφές, πως καμία από τις περιπέτειες δεν είναι δυνατή χωρίς μια ενεργειακή «σπατάλη» χωρίς μέτρο ή μέριμνα. Μια δαπάνη που όπως αναφέρει ο Bataille στο “όριο του χρήσιμου” :

 “es [también] contagioso (un salto de otro nos puede dar ganas de saltar, los sollozos de otro de llorar y el goteo de un grifo de orinar). El significado de un gasto es lo mismo que su contagio. El sentido de un baile reside en el hecho de que yo baile a mi vez, o que al menos desee bailar”[18]. Es decir que este trabajo no sería posible sin el “gasto” energético de un grupo de dibujantes entusiastas o sin la pasión incansable de gente de este departamento. ” Είναι [ επίσης ] μεταδοτική ( ένα βήμα από έναν άλλο μπορεί να μας δώσει τη διάθεση να πηδήξουμε, οι λυγμοί του άλλου να κλάψουμε και οι σταγόνες  μιας βρύσης να ουρήσουμε). Η έννοια της σπατάλης είναι η ίδια όπως η μετάδοσή της. Η αίσθηση του χορού έγκειται στο γεγονός ότι χορεύω με τη σειρά μου, ή ότι τουλάχιστον επιθυμώ να χορέψω» [ 18 ] . Δηλαδή αυτή η δουλειά δεν θα ήταν δυνατή χωρίς μια ενεργειακή «σπατάλη» μιας ομάδας από ενθουσιώδεις σχεδιαστές ή χωρίς το ακατάπαυστο πάθος των ανθρώπων  του τμήματος. 

Vamos a abandonar, terminar  esta exposición, sin saber cómo y para hacerlo  me ha parecido oportuno terminar con  el epílogo de la novela de Calvino: Θα εγκαταλείψουμε, λήξουμε αυτή την έκθεση, χωρίς να ξέρουμε πως. Για να το κάνουμε αυτό μου φάνηκε καταλληλότερο να τελειώσω με τον επίλογο του μυθιστορήματος Καλβίνο :

 “el sentido último al que remiten todos los relatos tiene dos caras: la continuidad de la vida y la inevitabilidad de la muerte. Te paras un momento a reflexionar sobre estas palabras. Luego decides que quieres [otra vez volver a dibujar y entrar en acción, encontrar otra vez aquel grupo u otro de dibujantes pero volver esta vez unida por la escritura como necesidad de acompañar de manera más consciente este proceso de apertura de la forma destinadas a continuar la vida conociendo la inevitabilidad de su muerte]”[19]. «Η απώτερος έννοια στην οποία αναφέρονται όλες οι ιστορίες έχει δύο όψεις: τη συνέχεια της ζωής και το αναπόφευκτο του θανάτου. Μπορείτε να σταματήσει μια στιγμή να προβληματιστείτε σχετικά με αυτές τις λέξεις. Στη συνέχεια, αποφασίζεις τι θέλεις  [να επιστρέψεις πάλι να σχεδιάσεις και να μπεις στη δράση, να συναντήσεις πάλι εκείνη την ομάδα ή άλλους σχεδιαστές αλλά να επιστρέψεις αυτή τη φορά ενωμένη με τη γραφή σαν μια ανάγκη που συνοδεύει με τρόπο πιο συνειδητό αυτή τη διαδικασία του ανοίγματος της φόρμας που προορίζεται να συνεχίσει τη ζωή γνωρίζοντας το αναπόφευκτο του θανάτου της ] ” [ 19 ] .

 

[1] Italo Calvino,  Si una noche de invierno un viajero. Trad.Esther Benítez. (Barcelona: Brugera,1980), 51.

[2] Italo Calvino, Opt.Cit., página 52.

[3] Italo Calvino,  Si una noche de invierno un viajero. Trad.Esther Benítez. (Barcelona: Brugera,1980), 265.

[4] Jean-Luc Nancy, Corpus, trad. Patricio Bulnes (Madrid: Arena Libros, 2003), 41.

[5] Paul Valery, Escritos sobre Leonardo da Vinci (Madrid: Machado Grupo, 2010), 101.

[6] Michel Foucault. Las palabras y las cosas, una arqueología de las ciencias humanas. Trad. Elsa Cecilia Frost, (Madrid : Siglo XXI de España, 1999), 310.

[7] Craig Calhoun and Richard Sennett, ed. Practicing Culture. (USA, Canada: Routledge, 2007), 6.

[8] Erin O´Connor en Practicing Culture, ed. Craig Calhoun and Richard Sennett. (USA, Canada: Routledge, 2007), 6.

[9] Bourdieu, Pierre. El sentido práctico. Siglo XXI de España Editores, 2008, 130.

[10] Hannah Arendt, “labor, trabajo, acción” en De la Historia a la Acción (Barcelona: Paidós Ibérica, S.A.,1995), 106.

[11] Hannah Arendt, “labor, trabajo, acción” en De la Historia a la Acción (Barcelona: Paidós Ibérica, S.A.,1995), 115.

[12]Jean Luc Nancy. The pleasure in drawing. Trans. Philip Armstrong. (New York: Fordham University Press, 2013), 91-92.

[13] Daniel Mielgo Bregazzi. Construir ficciones, para una filosofía de la arquitectura. (Madrid: Biblioteca Nueva, 2008), 107-108.

[14] Jean Luc Nancy. The pleasure in drawing. Trans. Philip Armstrong. (New York: Fordham University Press, 2013), 91.

[15] Ordine Nuccio,La utilidad de lo inútil, Tr. Jordi Bayod Brau(Madrid, El acantilado, 2013), 72.

[16] Guilio Carlo Argan.  Proyecto y destino (Venezuela, Caracas: Universidad Central de Venezuela, 1969), 50.

[17] Giorgio Agamben, Profanaciones. (Barcelona: Editorial Anagrama, 2005), 13.

[18] George Batalle, La Experiencia Interior. (Madrid: Taurus ediciones, 1973, 1954), 285.

[19] Italo Calvino,  Si una noche de invierno un viajero. Trad.Esther Benítez. (Barcelona: Brugera,1980), 265.


One response to “PROYECTAR DIBUJANDO: Una aproximación fenomenológica al estado naciente del proyecto. Un estudio entre dos culturas arquitectónicas.”

Leave a Reply

%d bloggers like this: